γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
κωμική λέξις παρ' Αριστοφάνει (Νεφ. 1004) = ο διά μηδαμινά πράγματα αντιλέγων και φωνασκών και φιλονεικών (γλίσχρος + αντιλογία + εξεπίτριπτος).
γλίσχρος
1) ιξώδης, κολλώδης, ολισθηρός (γλιστερός). -|| μτφρ. ο επιμόνως προσκολλώμενος είς τινα και παρακαλών, φορτικός, οχληρός.2) φειδωλός, φιλάργυρος, άπληστος.
3) επί εριστικών συζητήσεων, στρεψόδικος || μηδαμινός, ανάξιος λόγου.