πόκος
έριον προβάτου ακατέργαστον || όγκος ερίου («τουλούπα μαλλί»). - || η κουρά (το κούρεμα) των προβάτων.εις όνου πόκας = εις το κούρεμα των όνων, εις τόπον ένθα κείρονται οι όνοι, τουτ' έστιν ουδαμού, διότι πουθενά δεν κουρεύονται οι γάιδαροι | όνου πόκας ζητείς = «τού πουλιού το γάλα» ζητείς, δηλ. πράγμα ανύπαρκτον.
ποκόω
καλύπτω με ακατέργαστο μαλλί || καλύπτομαι (ενδύομαι) με μαλλί (με μάλλινα).
πέκω
κτενίζω ή ξαίνω μαλλί. χαίτας πεξαμένη = αφού εκτένισε την κόμην της.
2) κείρω, κουρεύω, «κόβω με το ψαλίδι».