«Χέρι που δεν μπορείς να δαγκώσεις, πυροβόλησέ το»
(ντεσαντική παροιμία)
Κάποτε, όταν η αρχαία χώρα των Μήδων αποτελείτο από μικρές κωμοπόλεις υπήρχε σε μια από αυτές ένας τύπος που τον έλεγαν Δηιόκη. Ήταν άνθρωπος με ανεπτυγμένο αίσθημα δικαιοσύνης, εξυπνάδα και εκπληκτική ευθυκρισία. Το μεγαλύτερό του προτέρημα ήταν το ότι έβγαζε σωστά συμπεράσματα για όλων των ειδών τις καταστάσεις.
Επειδή η κατάσταση στην χώρα εξαιτίας της πολυνομίας και του κατακερματισμού σε μικρές αυτόνομες περιφέρειες ευνοούσε κάθε λογής απατεώνα και ληστή, ο Δηιόκης έκανε μια μικρή επίδειξη των δυνατοτήτων του. Εκεί που όλοι είχαν γνώμη για όλα και όποτε μιλούσαν έλεγαν μαλακίες, εκείνος είπε με λίγα λόγια πώς θα έπρεπε να κριθεί μια δικαστική υπόθεση που απασχολούσε τους συγχωριανούς του. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Το θέμα λύθηκε δια παντός. Σύντομα όταν εμφανίστηκε μια νέα υπόθεση που χρειαζόταν κρίση, κάποιος είπε: «Δεν το πάμε στον Δηιόκη να μας το λύσει;». Φυσικά ο Δηιόκης την τσάκισε και αυτήν την υπόθεση που γι αυτόν ήταν αστεία. Το σερί των επιτυχιών συνεχίστηκε και σε λίγο καιρό άρχισαν να καταφθάνουν αντίδικοι από όλες τις γύρω κωμοπόλεις για να βρουν το δίκιο τους.
Μετά από κανά χρόνο, το χωριό είχε γίνει ολόκληρη πόλη. Πανδοχεία, ταβέρνες, κουρεία, χαμάμ και κωλόμπαρα ξεφύτρωναν για να εξυπηρετήσουν την διαρκώς αυξανόμενη πελατεία του σοφού κριτή. Η φήμη του είχε περάσει τα όρια της επαρχίας και με τα καραβάνια είχε φτάσει ως τα πέρατα της χώρας. Πλήθη από κόσμο ερχονταν από διάφορα μέρη για να πάρουν απαντήσεις στα ερωτήματά τους κι άλλοι απλά για να χαζέψουν το νταραβέρι ή για να βρουν καμιά δουλειά. Όλοι στην πόλη πέρναγαν τέλεια εκτός από τον ίδιο τον Δηιόκη. Εκείνος μοχθώντας υπερωριακά και χωρίς αμοιβή για να λύσει τα ατελείωτα προβλήματα των άλλων, είχε παραμελήσει τις δικές του υποθέσεις και περιουσιακά πήγαινε κατά διαόλου.
Μια βροχερή ημέρα, ο Δηιόκης ανακοίνωσε το κράχ. Τέρμα οι κρίσεις. Τέλος η απονομή δικαιοσύνης και τα ρέστα. Φινίτο λα μούζικα. Άντε γειά μαλάκες. Το μαγαζί έκλεινε επ’ αόριστον. Πέσαν λυτοί και δεμένοι πάνω του, παρακάλια, ψηστήρια, δέλεαρ. Τίποτα. Ο Δηιόκης παρέμενε ακλόνητος στην απόφασή του.
Η συνέχεια εδώ