Ο Νικόλαος Ρίτσος γεννήθηκε στον Πειραιά το 1887 με καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του τη Μονεμβασιά. Το 1900, σε ηλικία 13,5 ετών μ
Ο Ανθυποπλοίαρχος Νικόλαος Ρίτσος |
Στις 21 Μαρτίου του 1910 προάγεται σε ανθυποπλοίαρχο. Το 1911, παντρεύτηκε τη Μαρία Κάβρα, Σπετσιώτισσα στην καταγωγή από το γένος της Μπουμπουλίνας. Υπηρετώντας στο στόλο του Ιονίου υπό τον πλοίαρχο Ι. Δαμιανό, συμμετείχε στην απελευθέρωση της Πρέβεζας και της Νικόπολης από τους Τούρκους τον Οκτώβριο του 1912. Το γεγονός αυτό είχε μεγάλη στρατιωτική σημασία αφού επέτρεψε την προέλαση του ελληνικού στρατού και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Στη συνέχεια, ο στόλος του Ιονίου συγχωνεύτηκε με τον στόλο του Αίγαίου υπό τη διοίκηση του Ναύαρχου Κουντουριώτη. Τότε δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το σώμα των πεζοναυτών που συμμετείχε στις καταλήψεις των ελληνικών νησιών του Βορείου Αιγαίου. Στο σώμα αυτό υπηρέτησε ο ανθυποπλοίαρχος Νικόλαος Ρίτσος.
Στις 9 Νοεμβρίου 1912 ευρισκόμενος στη Γέρα της Μυτιλήνης, έστειλε το παρακάτω γράμμα προς τη γυναίκα του Μαρία, το οποίο έμελλε να είναι και το τελευταίο.
« Ευτύχησα σήμερον να πατώ επί του προσφιλούς εδάφους της Μυτιλήνης. Είναι αφάνταστος η υποδοχή ήν ετύχομεν!. Άνθη κουφέτα, ρύζι, μας κατέβρεχον επί μισή ώρα κατά την έξοδό μας. Εγώ τιμητικώς διετάχθην να επιβώ του «Αβέρωφ» μετά του αγήματος και ήμην ο πρώτος όστις έστησα την σημαία επί του διοικητηρίου. Σου στέλλω και την εφημερίδα η οποία γράφει εκεί όπου έχω χρωματίσει με κόκκινο μολύβι. Ο Τουρκικός Στρατός έφυγε καταδιωκόμενος υφ΄ ημών, του υποφαινομένου ευρεθέντος μετά του Δεμέστιχα του οποίου είμαι υπαρχηγός εις την πρώτην γραμμή. Ευρισκόμεθα εστρατοπεδευμένοι μακράν της πόλεως εις την μαγευτική θέση της Γέρας.
…. φιλοδοξώ να στήσω την σημαία μας και στην Χίον. Να δώσει ο Θεός γρήγορα διότι ο πόλεμος λήγει εις ολίγας ημέρας .
Μην στεναχωριέσαι είμαι ευτυχώς, καλά. Κόποι και λοιπά δεν με στεναχωρούν. Οι επιτυχίες μας με τρέφουν .
…Αγαπητή μου Μαρία φρόντισε για φουστάνι. Αρχίζουν τώρα πια τα γλέντια με το νέο γαλόνι.
Νίκος
Εν βία στρατοπέδου Γέρας»
Και πράγματι στις 11 Νοεμβρίου 1912 ήταν από τους πρώτους που πάτησε το πόδι του ως ελευθερωτής στο νησί μας παίρνοντας μέρος με τους πεζοναύτες στην απόβαση στο Κοντάρι.
Στις 15 Νοεμβρίου 1912 δίνει και πάλι το παρόν στη μάχη του Αίπους. Ως επικεφαλής ομάδας πεζοναυτών, κατευθύνεται στην τοποθεσία Κυμιές, καταδιώκοντας τουρκικό απόσπασμα το οποίο οχυρώνεται στη μάντρα του Μπαχά στη περιοχή Ρεικωπό. Η μάντρα κυριεύεται αλλά το γενναίο παλικάρι πληγώνεται θανάσιμα. Μεταφέρεται από τον δάσκαλο Παντελή Κοσμά, τον καπετάνιο Αχιλλέα Συρρή, τον Λουκά Γέμελο, τον Μιχαήλ Μιχαληνό και τον Αδαμάντιο Μπριλή -που ιερώθηκε αργότερα- πάνω σε αυτοσχέδιο φορείο στο πρόχειρο νοσοκομείο του Αγίου Γεωργίου.
Ο ιατρός Γεώργιος Πιταούλης περιθάλπει τον τραυματία. Έχει δεχτεί τρία τραύματα από τα οποία το ένα θανατηφόρο. Σύμφωνα με τον Ιωάννη Γλύκα ο Νικόλαος Ρίτσος, "ηθέλεσε να μάθη το ονομα του περιποιουμένου αυτόν ιατρού και αφου τον ηυχαρίστησεν ηρώτησεν αυτόν, εάν νικώμεν ότε δε ο κ.ιατρός του επιστοποίησεν ότι καθ’όλα τα σημεία είμεθα νικηταί, τότε ως άλλος Επαμεινώνδας είπε τας τελευταίας μόνον ταύτας λέξεις: ’’ Τότε και εγώ αποθνήσκω ευχαριστημένος και αυθωρεί εξέπνευσεν’’.
Και ο Άγγελος Τανάγρας προσθέτει: «Ουδέποτε όμως ίσως ήρως ωνειρεύθη τιμητικώτερον θρίαμβον από το πένθος και τα δάκρυα, τά οποία συνώδευσαν το θνητόν σώμα του νεκρού θαλασσινού».
Ο νεκρός έμεινε όλη νύχτα στο κελί της εκκλησίας και το πρωί παρέλαβαν τη σωρό του για να...
H συνέχεια εδώ