βλέπω τα ευζωνάκια.
Τα ευζωνάκια τα καημένα
μες στους πολέμους μαυρισμένα,
κλέφτικο χορό χορεύουν
και τ’ αντίπερα αγναντεύουν.
Κι αγναντεύοντας την Πόλη
τραγουδούν και λένε:
«Πάλι θα γένει δικιά μας
να η μεγάλη εκκλησιά μας.
Τούτα είν’ οι χρυσοί της θόλοι
αχ κατακαημένη Πόλη.
Στην κυρά την δέσποινά μας
πες να μην λυπάται,
στις εικόνες να μην κλαίνε
τα ευζωνάκια μας το λένε».
Κι ο παπάς που είναι κρυμμένος
μέσα στ’ άγιο βήμα,
τα ευζωνάκια δεν θ’ αργήσει
να βγει να τα κοινωνήσει,
και σε λίγο βγαίνουν τ’ Άγια
μέσα σε μυρτιές και βάγια.