Ο Διόνυσος, μαζί με τις Ώρες Ευνομία, Δίκη και Ειρήνη. Περισσότερα, εδώ. |
Η «Θεογονία» (στίχ. 902) ομιλεί για την «Δίκη». Η Δίκη ήταν κόρη τής «Θέμιδος», όπως επίσης τέκνα τής Θέμιδος υπήρξαν η «Ευνομία» και η «Ειρήνη». Αυτές τις αποκαλεί Ώρας. Αυτές φυλάττουν και εποπτεύουν τα έργα των ανθρώπων.
Επειδή τα έργα των ανθρώπων δυνάμεθα να τα παρομοιάσουμε με τους καρπούς τής γης, αυτές εθεωρήθησαν αιτίες τις ωριμότητος και τελειότητος πάντων των καρπών.
Στον Όμηρο «Δίκη» είναι αυτή η φύση των θνητών: «αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν» (Οδύσσεια, ραψωδία λ, στ. 218) ή «ἡ γὰρ δίκη ἐστὶ γερόντων» [γιατί αυτή η συνήθεια είναι των γερόντων]. Εδώ, με την σημασία ότι οι άνθρωποι εκ τού τρόπου τής ζωής των αποκτούν συνήθειες (Οδύσσεια, ω, 255). Οι συνήθειες δε αυτές, επιβάλλουν στους άλλους την αναγνώριση αυτών και τις καθιστούν κανόνες συμπεριφοράς, τάξεως, αρμονίας τής κοινωνικής συμβιώσεως: «ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς» [Ιλιάς, Τ, 180: για να μη ολιγώτερο ή κατώτερο τού ορθού στερηθή]. Αλλά και η κρίση, γνώμη, απόφαση είναι φανερό ότι θα καθορισθή εκ των κατευθύνσεων των συνηθειών, οι οποίες επικρατούν χάριν τού κοινού συμφέροντος, π.χ. «τοῖσι δίκην ἰθύντατα εἴποι» [Ιλιάς, Σ, 508: αυτήν την απόφαση (τού νέμειν) κατ' ευθείαν (αμέσως) έπρεπε να εκφέρη], όπου το «αμέσως» προϋποθέτει το αμοιβαίο συμφέρον, εν προκειμένω των δύο στρατών.
Γενικώς, στους Όμηρο και Ησίοδο, ουδείς εκ των κατοίκων μιας πόλεως, από τού ανωτάτου άρχοντος μέχρι τού τελευταίου πολίτου, ήταν νοητό να παραβή τα έθιμα, το «ξυνόν». Ουδείς εδύνατο να πράξη το ανάρμοστο για τον «κοινόν νοῦν» τής πόλεως. Στην Οδύσσεια (δ, 691) η Πηνελόπη λέγει στον κήρυκα Μέδοντα, για να το μεταβιβάση στους μνηστήρες, ότι ο Οδυσσεύς στους γονείς αυτών ούτε έκαμε ούτε είπε κάτι το εις την πόλιν ανάρμοστον: «ἥ τ᾽ ἐστὶ δίκη θείων βασιλήων», διότι αυτό είναι υποχρέωση, απορρέουσα εκ τού κοινού συμφέροντος, να την εφαρμόζουν και οι εκ θεών βασιλείς.
Ο Ησίοδος («Έργα και Ημέραι», στίχοι 225 - 229) λέγει, ότι αυτοί που «δίκας διδοῦσιν ἰθείας» [αποφάσεις εκδίδουν κατ' ευθείαν], στηριζόμενοι στο ανθρώπινο συμφέρον, «ξείνοισι καὶ ἐνδήμοισι», αδιαφορώντας δηλ. εάν πρόκειται περί πολιτών τής πόλεως ή ξένων, με την σημασία βεβαίως «παντός άλλου ανθρώπου», άνευ μάλιστα των οποιωνδήποτε διακρίσεων [«καὶ μή τι παρεκβαίνουσι δικαίου»], αυτοί (οι βασιλείς) βλέπουν την πόλη τους να προοδεύη και τους ανθρώπους που κατοικούν σ' αυτήν να γεμίζουν άνθη, δηλαδή να ευτυχούν, την ειρήνη δε που ανατρέφει τους νέους ανθρώπους να επικρατή στη γη. Ουδέποτε χάριν αυτών τον φοβερό πόλεμο θεώρησε ως αναγκαίο κακό ο βλέπων τα πάντα Ζεύς.
Αντιθέτως, συνεχίζει ο Ησίοδος (στίχοι 238 - 241), εκείνους, των οποίων μόνη φροντίδα είναι τα πανάθλια έργα, ο υιός τού Κρόνου, ο παντεπόπτης Ζεύς, θεωρεί παραβάτες των θεσμών και αξίους να τιμωρηθούν, πολλές δε φορές και ολόκληρη πόλη τιμωρείται εξ αιτίας ενός κακού ανδρός, ο οποίος μηχανεύεται έργα βλαβερά και ανόσια («ὅς τις ἀλιτραίνῃ καὶ ἀτάσθαλα μηχανάαται»). Για τον λόγο αυτό η «Δίκη» έχει αδελφές την «Εὐνομίην τε Δίκην τε καὶ Εἰρήνην τεθαλυῖαν» (Θεογονία, στ. 902), διότι μόνο δια τής επικρατήσεως αυτών στη ζωή των ανθρώπων εγκαθίσταται και η «Θέμις».
Πηγή: Η. Λ. Τσατσομοίρου, Ιστορία Γενέσεως τής Ελληνικής Γλώσσης, σελ. 145 - 146