[15.1] Ἐν δὲ τούτῳ τοῦ ἀγῶνος ὄντος φῶς μὲν ἐκλάμψαι μέγα λέγουσιν Ἐλευσινόθεν, ἦχον δὲ καὶ φωνὴν τὸ Θριάσιον κατέχειν πεδίον ἄχρι θαλάττης, ὡς ἀνθρώπων ὁμοῦ πολλῶν τὸν μυστικὸν ἐξαγόντων Ἴακχον. ἐκ δὲ τοῦ πλήθους τῶν φθεγγομένων κατὰ μικρὸν ἀπὸ γῆς ἀναφερόμενον νέφος ἔδοξεν αὖθις ὑπονοστεῖν καὶ κατασκήπτειν εἰς τὰς τριήρεις. [15.2] ἕτεροι δὲ φάσματα καὶ εἴδωλα καθορᾶν ἔδοξαν ἐνόπλων ἀνδρῶν ἀπ᾽ Αἰγίνης τὰς χεῖρας ἀνεχόντων πρὸ τῶν Ἑλληνικῶν τριήρων, οὓς εἴκαζον Αἰακίδας εἶναι παρακεκλημένους εὐχαῖς πρὸ τῆς μάχης ἐπὶ τὴν βοήθειαν.
Νεοελληνική απόδοση
[15.1] Σ᾽ αυτή τη στιγμή της ναυμαχίας λάμψη μεγάλη λένε πως άστραψε από το μέρος της Ελευσίνας και ήχος και φωνή γέμισε το Θριάσιο κάμπο ώς τη θάλασσα, σαν άνθρωποι πολλοί μαζί να συνόδευαν σε λιτανεία τον μυστικό Ίακχο. Και από το πλήθος των ανθρώπων που φώναζαν φάνηκε να σηκώνεται λίγο λίγο από τη γη προς τα πάνω ένα σύννεφο σκόνη, να γυρίζει έπειτα στη θάλασσα και να πέφτει απότομα πάνω στα πλοία. [15.2] Άλλοι θαρρούσαν πως έβλεπαν καθαρά φαντάσματα και είδωλα αντρών οπλισμένων από το μέρος της Αίγινας, που ύψωναν τα χέρια εμπρός από τα ελληνικά πλοία. Και συμπέραιναν πως αυτοί ήταν οι Αιακίδες, που τους είχαν παρακαλέσει μ᾽ ευχές πριν από τη ναυμαχία να έρθουν βοηθοί.