Όταν ο Θεός, ευδόκησε να μεταθέσει την Παναγίαν μας από τον κόσμον αυτόν στην Βασιλεία Του, προκειμένου να λάβει τον άφθαρτο στέφανο των υπερφυών αρετών της, να την τοποθετήσει θεομητροπρεπώς «εκ δεξιών Του, περοβεβλημένην με πορφύραν και πεποικιλμένην εν ιματισμώ διαχρύσω» (ψαλμ. Μδ’ 12), και να την ανακηρύξει Βασίλισσα πάντων των κτισμάτων εγκαθιστώντας την εις τα επουράνια Άγια των Αγίων, της γνωστοποίησε εκ των προτέρων την ένδοξον αυτής μετάσταση.
Απέστειλε πάλι τον αρχάγγελο Γαβριήλ για να της αναγγείλει την ένδοξον εκδημία της όπως άλλοτε την θαυμαστή της σύλληψιν. Την επισκέφθηκε λοιπόν ο αρχάγγελος και της επέδωσε ένα κλαδί φοίνικος, σύμβολο της νίκης κατά του θανάτου, λέγοντας: «Ο Κύριος και Υιός σου σε προσκαλεί: Έφτασε η ώρα να έρθεις πλησίον Μου, ω καλή μήτερ Μου. Για τούτο με απέστειλε πάλι να σου ανακοινώσω, ω ευλογημένη εν γυναιξί, ότι σήμερα θα ευφρανθείς τις ουράνιες στρατιές με την άνοδον σου και θα είσαι αιωνίως μαζί Του». Καθώς άκουσε η Υπεραγία Θεοτόκος τα λόγια του επλήσθη χαράς και έδωσε στον άγγελο την ίδια απάντηση όπως τότε: « Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι, και νύν, κατά το ρήμα Σου». Και απήλθεν απ’ αυτής ο άγγελος.
Τότε η υπευλογημένη Θεοτόκος σηκώθηκε και αγαλλόμενη επορεύθη εις το όρος των Ελαιών, ύψωσε τα χέρια και πρόσφερε τις δεήσεις και τις ευχαριστίες της στον Υιόν της. Τότε συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Ενώ προσευχότνα, όλα τα δέντρα τριγύρω έκλιναν προς την γη και την προσκύνησαν. Όταν τελείωσε την ικεσία και της ευχαριστίας της, επέστρεψε στη Σιών. Εκεί ανακοίνωσε στον ευαγγελιστή Ιωάννη, με τον οποίο ο Κύριος τους είχε συνδέσει δι’ υιοθεσίας, καθώς και στις παρευρισκόμενες παρθένους, το νέο μήνυμα του αρχαγγέλου για την μετάθεση της και τους έδειξε το κλαδί του φοίνικος που της έδωσε. Παρήγγειλε να ετοιμάσουν τον οίκο της, να θυμιάσουν. Κοίταξε έπειτα τον ευαγγελιστή Ιωάννη και του είπε να δώσει την εσθήτα και το μαφόριο της στις δύο χήρες που την διακονούσαν. Έπειτα παρήγγειλε πώς να την μυρώσουν καθώς και που θα θάψουν το πανάσπιλο σώμα της. Μετά ξάπλωσε στην κλίνη της, την οποία κάθε νύχτα έλουζε με τα δάκρυα των οφθαλμών της από αγάπη προς τον Υιόν της και ελάμπρυνε με τις προσευχές και τις δεήσεις της.
Οι συγκεντρωμένοι πιστοί, αισθανόμενοι ότι πλησιάζει η ώρα της εκδημίας της, ξέσπασαν σε λυγμούς. Έπεσαν στο έδαφος και την ικέτευαν να μην τους αφήσει ορφανούς. Τότε η αγία Θεοτόκος τους είπε: «Η ευδοκία του Υιού και Θεού μου επ’ εμέ. Ούτος μου Θεός και δοξάσω αυτόν, Θεός του Πατρός μου και υψώσω αυτόν (Εξοδ. Ιε’ 2). Παρόλο που θα πορευθώ προς αυτόν, δεν θα παύσω να παρακαλώ και να πρεσβεύω υπέρ υμών και υπέρ πάντων των χριστιανών…» Και καθώς η υπερευλογημένη μητήρ του Χριστού τους ευλογούσε, ακούστηκε ξαφνικά δυνατή βροντή και εμφανίστηκε μια νεφέλη φερόμενη από γαλήνια αύρα. Τότε άρχισαν να πέφτουν στη σα σταγόνες μυρίπνοου δρόσου οι άγιοι ένδοξοι μαθητές και Απόστολοι του Σωτήρος Χριστού. Δεν ήλθαν μόνο οι δώδεκα, αλλά και αρκετοί άλλοι απόστολοι, όπως μας δηλώσει ο Άγιος Διονύσιος ο Αεροπαγίτης στην προς Τιμόθεον επιστολήν του. Ο ίδιος ο Διονύσιος μαζί με τον Τιμόθεο, τον Ιερόθεο και άλλους ομόψυχους έφτασαν εκεί με τους αποστόλους και την προσκύνησαν μετά δέους και άκρας ευλαβείας.
Η Παναγία Παρθένος τους ευλόγησε και τους παρηγόρησε ενισχύοντας και στηρίζοντας τους στην ολοκλήρωση του ευαγγελικού κηρύγματος. Αποχαιρέτησε τον Πέτρο και τον Παύλο, καθώς και όλους τους άλλους, λέγοντας: «Χαίρετε τέκνα, φίλοι και μαθηταί του Υιού και Θεού μου. Είστε μακάριοι που έχετε κριθεί άξιοι να γίνετε μαθηταί του Κυρίου και Δεσπότου και σας εξέλεξε συμμετόχους των διωγμών και των Παθών Του, για να σας αξιώσει να γίνετε κοινωνικοί της δόξας και Βασιλείας Του, όπως σας το υποσχέθηκε». Ύστερα ύψωσε τα χέρια στον ουρανό και άρχισε να ευχαριστεί τον Κύριο. Έπειτα η αγία Παρθένος τους ευλόγησε για μια ακόμη φορά και η καρδία της επλήσθη θείας παρηγοριάς. Και ιδού έλαβε χώρα η μεγαλειώδης και θαυμαστή άφιξη του Χριστού συνοδευομένου από αναρίθμητες στρατιές αγγέλων και αρχαγγέλων, Σεραφείμ, Χερουβείμ, και Θρόνους. Η παρούσα έλευσις του Κυρίου ήταν μεγαλοπρεπεστέρα και φοβερωτέρα της πρώτης, καθ’ ότι τώρα ενεφανίσθη λαμπρότερος της αστραπής, αλλά και της επί του Θαβώρ Μεταμορφώσεως Του.
Η Αγία Παρθένος Μαρία αντικρύζοντας την δόξα του Υιού της είπε: « Ευλόγησον με Κύριε, με την δεξιά Σου και ευλόγησον όλους όσοι Σε δοξάζουν και μνημονεύουν το όνομα μου κάθε φορά που προσφέρουν εις Σε την προσευχήν και δέησίν των». Ο Κύριος τότε εξέτεινε την δεξιάν Του, ευλόγησε την μητέρα Του και της είπε: « Μακαρία συ, αγαλλιάσθω η καρδία σου Μαρία, ευλογημένη εν γυναιξί, διότι το πλήρωμα της Χάριτος και όλες οι δωρεές σου εδόθησαν από τον πατέρα Μου τον ουράνιο». Και δι’ εντολής του Κυρίου οι άγγελοι άρχισαν να ψάλλουν έναν γλυκύτατον ύμνον, ενώ οι άγιοι Απόστολοι έκλιναν ευλαβώς τα κεφάλια τους. Και μέσα σ’ αυτό το κλίμα η Παναγία μήτηρ του Κυρίου παρέδωσε την μακαρία και αμόλυντο ψυχή της στον Βασιλέα και Υιόν της και εκοιμήθη ύπνον γλυκύν και εράσμιον.
Οι στρατιές των αγγέλων ύψωσαν με θαυμασμό τα αόρατα χέρια τους καθώς διήρχετο η παναγία ψυχή της. Ο οίκος της Σιών επλήσθη από μια αόρατη ευωδία. Οι στρατιές των αγγέλων ύψωσαν με θαυμασμό τα αόρατα χέρια τους καθώς διήρχετο η παναγία ψυχή της. Ο οίκος της Σιών επλήσθη από μια αόρατη ευωδία. Επάνω δε από το πανάχραντο σώμα της επλανάτο μια φωτεινή ύπαρξη αόρατη από τους αισθητούς οφθαλμούς. Οι άγιοι Απόστολοι τότε τίμησαν το σώμα με ύμνους και ωδές, το αγκάλιασαν μετά φρίκης και τρόμου, και στη συνέχεια προέτρεψαν τον Πέτρο να εκφωνήσει την ευχή της ταφής. Ο μακάριος Πέτρος προ της επιμονής τους έκανε υπακοή και αφού προσευχήθηκε αρκετά, τύλιξαν με λωρίδες και άλειψαν με έλαιον το σώμα το οποίο είχε χωρέσει τον Αχώρητον. Έπειτα οι Απόστολοι σήκωσαν το κρεβάτι στους ώμους τους και με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος κατευθύνθηκαν στην Γεθσημανή, όπως είχε καθορισθεί από την ίδια την Θεοτόκο. Ένας ασεβής, βλέποντας την λαμπρά συνοδεία της υπερενδόξου Θεομήτορος με το πλήθος των Αποστόλων και των πιστών που ακολούθησαν, όρμησε στο πλήθος και άπλωσε τα χέρια του στο κρεββάτι και προσπαθούσε να το ανατρέψει. Τη στιγμή εκείνη τα χέρια του κόπηκαν από τους ώμους και ξέσπασε αμέσως σε κραυγές και λυγμούς. Το θαύμα αυτό έγινε για να προκαλέσει σύγχυση και φόβο στους Ιουδαίους αλλά και στους πιστούς μεγαλύτερη καύχηση και δόξα. Τότε ο ασεβής εκείνος κατελήφθη από φόβο και συντριβή, ήλθε σε συναίσθηση και μετέβαλε την προηγούμενη καταφρόνηση σε πίστη και τις ύβρεις σε μετάνοια και ικεσία. Με φλογερά δάκρυα και οδυνηρά φωνή επικαλείτο την Παναγία Παρθένον, εκλιπαρώντας την να τον σπλαχνισθεί. Τότε ο Πέτρος προσευχόμενος τοποθέτησε τα αποκομμένα μέλη στη θέση τους και αυτοστιγμεί, με τη Χάρη του Χριστού και της Παναγίας αυτού μητρός, τα χέρια του προσαρμόστηκαν όπως πρώτα. Ο άνθρωπος αυτός πίστεψε στο Χριστό, βαπτίστηκε και δόξασε τον Κύριο και την Παναγία αυτού μητέρα.
Μετά λοιπόν οι Απόστολοι σήκωσαν πάλι στους ώμους το κρεββάτι κι όταν έφθασαν στη Γεσθημανή, ο Πέτρος και ο Παύλος τοποθέτησαν το άσπιλο σώμα στο μνήμα, ενώ ο Ιωάννης θύμιαζε το ιερό σκήνωμα της Παντανάσσης, περιλούζοντας το με τα δάκρυα του. Οι Άγιοι Απόστολοι παρέμειναν εκεί επι τρείς ημέρες, απολαμβάνοντας την ωραιότατη υμνωδία των αγγέλων. Κατά θεία πρόνοια, ο απόστολος Θωμάς απουσίαζε στην Ινδία εκείνες τις ημέρες, ώσπου ένα σύννεφο ήλθε και τον άρπαξε και τον μετέφερε στον τόπο του μνήματος. Άκουσε κι αυτός τη γλυκύτατη μελωδία των αγγέλων και ικέτευε τους αγίους Αποστόλους να ανοίξουν τον σεπτό τάφο για να προσκυνήσει κι αυτός το Θεοδόχο σώμα της Παναγίας Θεοτόκου. Εκείνοι υπάκουσαν καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα και άνοιξαν τον τάφο μετά φόβου. Όταν όμως αφαίρεσαν την πλάκα, δεν βρήκαν το σώμα της Θεομήτορος, καθ’ ότι είχε μετατεθεί στην αιώνια αφθαρσία για να ενωθεί πάλι με την ψυχή της. Τότε εκείνοι εξεπλάγησαν, επλήσθησαν χαράς και βεβαιώθηκαν ότι η καθυστέρηση του Θωμά ήταν έργο της Θείας Πρόνοιας, για να αποκαλυφθεί το μέγα τούτο μυστήριο. Να ανοιχθεί προς χάριν του ο τάφος για να εξακριβωθεί η μετάσταση του αγίου σώματος. Σε όλη δε την περιοχή είχε διασκορπίσει μια λάμψη και ευωδία. Έκλεισαν λοιπόν πάλι τον άγιο τάφο και ταχύτατα η ένδοξος Μετάστασις της Παναγίας Θεοτόκου έγινε γνωστή εις τα πέρατα της οικουμένης.
Αυτή την μοναδική τιμή επεφύλαξε ο δημιουργός του παντός ο Βασιλεύς της Δόξης, για την μητέρα που τον γέννησε.
Πηγή υλικού
«ΑΘΑΝΑΣΙΑ», Τριμηνιαίον Περιοδικόν της Πανελληνίου Ενώσεως Ορθοδόξων Χριστιανών «Παναγία η Φανερωμένη», τεύχος 196, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2012, άρθρο «Η κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου», του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, σελ 76-77.
Επιλογή υλικού
Αικατερίνη Διαμαντοπούλου
Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
Πηγή: Ρωμηοσύνη