760 | ὣς ἔφατο κλαίουσα, γόον δ᾽ ἀλίαστον ὄρινε. τῇσι δ᾽ ἔπειθ᾽ Ἑλένη τριτάτη ἐξῆρχε γόοιο· Ἕκτορ ἐμῷ θυμῷ δαέρων πολὺ φίλτατε πάντων, ἦ μέν μοι πόσις ἐστὶν Ἀλέξανδρος θεοειδής, ὅς μ᾽ ἄγαγε Τροίηνδ᾽· ὡς πρὶν ὤφελλον ὀλέσθαι. |
Έτσι τον έκλαιε, κι όλοι γύρα της αλάγιαστα εθρηνούσαν.
Κι η Ελένη αναμεσό τους κίνησε στερνή το μοιρολόγι: « Έχτορα εσύ, που απ᾿ τ᾿ αντραδέρφια μου πιο απ᾿ όλους αγαπούσα, άντρας μου ο Πάρης ο πεντάμορφος λογιέται, που εδώ πέρα μ᾿ έχει φερμένη—αχ και να πέθαινα πριν γίνουν όλα ετούτα! Είκοσι χρόνια κιόλα εδιάβηκαν από τη μαύρη μέρα που έφυγα εκείθε και παράτησα τη γη την πατρική μου, κι όμως πικρό σου εγώ δεν άκουσα μήτε άσκημο σου λόγο· κι άλλος τυχόν μαζί μου αν τα 'βαζε στο σπίτι—για κουνιάδα για αντράδερφος για συννυφάδα μου μαθές ωριομαντούσα |
765 | ἤδη γὰρ νῦν μοι τόδε εἰκοστὸν ἔτος ἐστὶν ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβην καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθα πάτρης· ἀλλ᾽ οὔ πω σεῦ ἄκουσα κακὸν ἔπος οὐδ᾽ ἀσύφηλον· ἀλλ᾽ εἴ τίς με καὶ ἄλλος ἐνὶ μεγάροισιν ἐνίπτοι δαέρων ἢ γαλόων ἢ εἰνατέρων εὐπέπλων, |
|
770 | ἢ ἑκυρή, ἑκυρὸς δὲ πατὴρ ὣς ἤπιος αἰεί, ἀλλὰ σὺ τὸν ἐπέεσσι παραιφάμενος κατέρυκες σῇ τ᾽ ἀγανοφροσύνῃ καὶ σοῖς ἀγανοῖς ἐπέεσσι. τὼ σέ θ᾽ ἅμα κλαίω καὶ ἔμ᾽ ἄμμορον ἀχνυμένη κῆρ· οὐ γάρ τίς μοι ἔτ᾽ ἄλλος ἐνὶ Τροίῃ εὐρείῃ |
για η πεθερά (τι σαν πατέρας μου γλυκός ο πεθερός μου), εσύ μιλώντας τον αμπόδιζες, του γύριζες τη γνώμη με την περίσσια καλοσύνη σου, με τα γλυκά σου λόγια. Γι᾿ αυτό και σένα τώρα αλάρωτα και μένα κλαίω την έρμη· τι πια στην Τροία κανείς δεν έμεινε να θέλει το καλό μου, μήτε να δείχνει μου συμπόνεση᾿ με σιχάθηκαν όλοι!» Τέτοια θρηνώντας έλεε, κι έκλαιγε κι ο κόσμος όλος γύρα. Και τότε ο γέρο Πρίαμος μίλησε γυρνώντας στο λαό του: «Όμπρός οι Τρώες, να κουβαλήσετε στο κάστρο εδώ τα ξύλα, και μη φοβάστε να σας στήσουνε κρυφό καρτέρι οι Αργίτες· |
775 | ἤπιος οὐδὲ φίλος, πάντες δέ με πεφρίκασιν. ὣς ἔφατο κλαίουσ᾽, ἐπὶ δ᾽ ἔστενε δῆμος ἀπείρων. λαοῖσιν δ᾽ ὃ γέρων Πρίαμος μετὰ μῦθον ἔειπεν· ἄξετε νῦν Τρῶες ξύλα ἄστυ δέ, μὴ δέ τι θυμῷ δείσητ᾽ Ἀργείων πυκινὸν λόχον· ἦ γὰρ Ἀχιλλεὺς |
|
780 | πέμπων μ᾽ ὧδ᾽ ἐπέτελλε μελαινάων ἀπὸ νηῶν μὴ πρὶν πημανέειν πρὶν δωδεκάτη μόλῃ ἠώς. ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ὑπ᾽ ἀμάξῃσιν βόας ἡμιόνους τε ζεύγνυσαν, αἶψα δ᾽ ἔπειτα πρὸ ἄστεος ἠγερέθοντο. ἐννῆμαρ μὲν τοί γε ἀγίνεον ἄσπετον ὕλην· |
τι ως ο Αχιλλέας με ξεπροβόδιζεν από τα πλοία, μου το 'πε, πριν ξημερώσουν μέρες δώδεκα πως δε θα μας χτυπήσουν.» Είπε, κι εκείνοι ευτύς στα κάρα τους βόδια και μούλες ζεύουν, και δίχως άργητα μαζεύουνται μετά μπροστά απ᾿ το κάστρο. Μέρες εννιά περνούν, κι αρίφνητα φορτώματα σώριαζαν κι όντας στις δέκα πάνω επρόβαλεν η Αυγή η λαμπροφωτούσα, τον αντρειωμένο έβγαζαν Έχτορα με θρήνους, και στα ξύλα ψηλά από πάνω τον απίθωσαν, κι ευτύς φωτιά του έβαλαν. Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη, τρογύρα απ᾿ την πυρά εμαζώχτηκαν του ξακουσμένου Εχτόρου |
785 | ἀλλ᾽ ὅτε δὴ δεκάτη ἐφάνη φαεσίμβροτος ἠώς, καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἐξέφερον θρασὺν Ἕκτορα δάκρυ χέοντες, ἐν δὲ πυρῇ ὑπάτῃ νεκρὸν θέσαν, ἐν δ᾽ ἔβαλον πῦρ. ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, τῆμος ἄρ᾽ ἀμφὶ πυρὴν κλυτοῦ Ἕκτορος ἔγρετο λαός. |
|
790 | αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾽ ἐγένοντο πρῶτον μὲν κατὰ πυρκαϊὴν σβέσαν αἴθοπι οἴνῳ πᾶσαν, ὁπόσσον ἐπέσχε πυρὸς μένος· αὐτὰρ ἔπειτα ὀστέα λευκὰ λέγοντο κασίγνητοί θ᾽ ἕταροί τε μυρόμενοι, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν. |
ο κόσμος όλος· κι ως συνάχτηκαν κι όλοι μαζί
βρέθηκαν, πήραν και σβήσαν με φλογόμαυρο κρασί τη θράκα πρώτα από μιαν άκρη ως άλλη, ως που 'φτασε της πυρκαγιάς η λύσσα' μετά μάζεψαν τ᾿ άσπρα κόκαλα τ᾿ άδέρφια κι οι συντρόφοι θρηνώντας, κι έτρεχαν τα κλάματα στα μαγουλά τους βρύση. Κι ως τα σύναξαν, σε κατάχρυση τα βαλαν μέσα θήκη, με βυσσινί απαλό περίγυρα σκουτί σκεπάζοντας τα, και σε ανοιγμένο λάκκο τα 'χωσαν με βιάση, κι από πάνω με πέτρες κλειδωτές τον έστρωσαν μεγάλες πέρα ως πέρα' και βιαστικά το χώμα εσώρωσαν, και γύρα έστησαν βάρδιες, |
795 | καὶ τά γε χρυσείην ἐς λάρνακα θῆκαν ἑλόντες πορφυρέοις πέπλοισι καλύψαντες μαλακοῖσιν. αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ ἐς κοίλην κάπετον θέσαν, αὐτὰρ ὕπερθε πυκνοῖσιν λάεσσι κατεστόρεσαν μεγάλοισι· ῥίμφα δὲ σῆμ᾽ ἔχεαν, περὶ δὲ σκοποὶ ἥατο πάντῃ, |
|
800 | μὴ πρὶν ἐφορμηθεῖεν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί. χεύαντες δὲ τὸ σῆμα πάλιν κίον· αὐτὰρ ἔπειτα εὖ συναγειρόμενοι δαίνυντ᾽ ἐρικυδέα δαῖτα δώμασιν ἐν Πριάμοιο διοτρεφέος βασιλῆος. ὣς οἵ γ᾽ ἀμφίεπον τάφον Ἕκτορος ἱπποδάμοιο. |
μην τύχει πριν και πέσουν πάνω τους οι Αργίτες οι αντρειωμένοι. Κι ως πια ψηλά το χώμα εσώρωσαν, γυρνούν και φεύγουν πίσω' μετά σε πλούσιες τάβλες έτρωγαν, με τάξη συναγμένοι, μέσα στου Πριάμου, του τρισεύγενου ρηγάρχη, το παλάτι. Έτσι τον έθαψαν τον Έχτορα, το γαύρο αλογομάχο. |
«Αυτό το αναγνωρίζω ως μοναδικό και εξαιρετικό ανάμεσα στα ελαττώματά μου - την συνήθεια, στην οποία εμμένω, να προτιμώ να λέω πρώτα από όλα πράγματα που ξέρω ότι θα δυσαρεστήσουν τους ακροατές μου. Αυτό το γνωρίζω, ωστόσο το διατηρώ σκόπιμα, και σε καμία περίπτωση δεν αγνοώ πόσους εχθρούς δημιουργεί αυτή η συνήθεια μου...» [ ΤΖΙΡΟΛΑΜΟ ΚΑΡΝΤΑΝΟ (1501-1576) ]. Μία υπόσχεση: Τα πάντα για την Ελλάδα! Επίσης, μην ξεχνάτε ποτέ ότι, το ακόλουθο είναι νόμος: ὓβρις → ἂτη → νέμεσις → τίσις