Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα
Ο ρόλος της Ελλάδας στις διεθνείς ισορροπίες ισχύος είναι κάτι που δεν έχει γίνει ιδιαίτερα κατανοητό στο ελλαδικό σύστημα εξουσίας. Κι όμως, ο σερ Χάλφορντ Μάκιντερ στο ιστορικό του βιβλίο «Δημοκρατικά ιδεώδη και πραγματικότητα» αναφέρει ξεκάθαρα ότι σε περίπτωση που η Ελλάδα περάσει στη σφαίρα επιρροής μιας χερσαίας ευρασιατικής δύναμης (δηλαδή της Ρωσίας), τότε η δύναμη αυτή θα κυριαρχήσει στον κόσμο. Αυτή η δήλωση είχε γίνει στο μακρινό 1919 και αντανακλούσε τις διαχρονικές γεωπολιτικές αντιλήψεις των αγγλοσαξονικών ναυτικών δυνάμεων.
Κι ας μην μπει κανείς στον πειρασμό να εξετάσει αν ο Μάκιντερ «έκανε λάθος». Οι αντιλήψεις του Μάκιντερ είναι το βασικό θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε η ψυχροπολεμική αμερικανική στρατηγική. Με βάση τις αντιλήψεις αυτές προέκυψε το περιβόητο «Μακρύ τηλεγράφημα» του Τζορτζ Κέναν και πάνω στο «Μακρύ τηλεγράφημα» εδράστηκε το κείμενο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας NSC 68, που αποτέλεσε τη βάση της στρατηγικής της «Ανάσχεσης» (Containment) της Σοβιετικής Ενωσης.
Κι αν αυτά ίσχυαν στο παρελθόν, σήμερα ο ρόλος της Ανατολικής Μεσογείου -και συνακόλουθα της Ελλάδας- στο διαμορφούμενο διεθνές σύστημα είναι μάλλον πιο αναβαθμισμένος και κρίσιμος σε σχέση με το παρελθόν. Ο πρώτος από τους λόγους που συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι η διαφαινόμενη τήξη των αρκτικών πάγων, που διαμορφώνει έναν ενιαίο θαλάσσιο διάδρομο ταχείας κυκλοφορίας γύρω από την ευρασιατική περιφέρεια, σε συνδυασμό με την ασάφεια ως προς το ποιος θα κυριαρχήσει σε αυτόν. Θα είναι η ναυτική ισχύς των ΗΠΑ ή η χερσαία ισχύς των μεγάλων ευρασιατικών δυνάμεων;
Ακόμη και με αυστηρά γεωγραφικούς όρους, αν ρίξουμε μια ματιά σε αυτό το «ημιπαγκόσμιο» διεθνές σύστημα που προκύπτει μετά τη διαφαινόμενη τήξη των αρκτικών πάγων, βλέπουμε ότι το σύμπλεγμα Ευρασίας – Αφρικής έχει ένα γεωγραφικό κέντρο. Το κέντρο αυτό είναι η Μεσόγειος. Και το κέντρο του κέντρου είναι η Ανατολική Μεσόγειος.
Ένας άλλος παράγοντας είναι η BRI (Belt and Road Initiative) της Κίνας, ο «Νέος Δρόμος του Μεταξιού», ο οποίος μετατρέπει το εσωτερικό της Ευρασίας σε ένα ενοποιητικό κεντρικό αίθριο. Και ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της δομής της BRI είναι ότι οι διαδρομές της συγκλίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο, με την Ελλάδα να εμφανίζεται ως η φυσιολογική πύλη για την προέκτασή τους προς τη Δυτική Ευρώπη.
Ο τρίτος παράγοντας είναι μια νέα αποκεντρωτική γεωγραφία της ενέργειας, που προκύπτει από την ενίσχυση του ειδικού βάρους του φυσικού αερίου στο διεθνές ενεργειακό μείγμα. Το φυσικό αέριο όμως είναι περιφερειακό (regional) και όχι παγκόσμιο (global) αγαθό, όπως είναι το πετρέλαιο, εξαιτίας της δυσκολίας μετακίνησής του. Συνακόλουθα, η εξέλιξη αυτή ενισχύει τις τάσεις για τη δημιουργία ενός κόσμου ενεργειακών περιφερειών.
Μία εξ αυτών των περιφερειών είναι η Ανατολική Μεσόγειος, η σημασία της οποίας αυξάνεται άρδην, δεδομένου ότι έχει προκύψει ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος, στο πλαίσιο του οποίου επιδιώκεται η μείωση της εξάρτησης της Δυτικής Ευρώπης από τη Ρωσία, την ίδια στιγμή που οι ενεργειακοί πόροι της Μέσης Ανατολής καθίστανται, για γεωπολιτικούς λόγους, πιο αναξιόπιστοι σε σχέση με το παρελθόν.
Ένας από τους λόγους που συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι η ενεργειακή αυτονομία των Ηνωμένων Πολιτειών, που προέκυψε από την ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων σχιστολιθικών υδρογονανθράκων στο μητροπολιτικό έδαφός τους τα τελευταία χρόνια. Χάρη στην ανεξαρτησία αυτή, οι ΗΠΑ δεν είναι σίγουρο ότι χρειάζεται πλέον να διατηρούν διά των όπλων σταθερές τις ενεργειακές ροές από τη Μέση Ανατολή προς τη Δύση.
Αντιθέτως, ένα κομμάτι στο αμερικανικό σύστημα εξουσίας πιθανώς βλέπει με θετικό μάτι μια μεγάλη αναταραχή στη Μέση Ανατολή, όπως, για παράδειγμα, μια σύγκρουση Ιράν – Σαουδικής Αραβίας, η οποία θα απογείωνε τις χαμηλές σήμερα τιμές του πετρελαίου. Έτσι, θα μπορούσε να ξαναμπεί στη διεθνή αγορά το αμερικανικό σχιστολιθικό πετρέλαιο, το κόστος εξόρυξης του οποίου είναι ιδιαίτερα υψηλό και απαιτεί υψηλές διεθνείς τιμές για να είναι ανταγωνιστικό.
* Ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δημοσιεύτηκε στα «Ιδεογράμματα» της Νέας Σελίδας το Σάββατο 6/01/2019
Ο ρόλος της Ελλάδας στις διεθνείς ισορροπίες ισχύος είναι κάτι που δεν έχει γίνει ιδιαίτερα κατανοητό στο ελλαδικό σύστημα εξουσίας. Κι όμως, ο σερ Χάλφορντ Μάκιντερ στο ιστορικό του βιβλίο «Δημοκρατικά ιδεώδη και πραγματικότητα» αναφέρει ξεκάθαρα ότι σε περίπτωση που η Ελλάδα περάσει στη σφαίρα επιρροής μιας χερσαίας ευρασιατικής δύναμης (δηλαδή της Ρωσίας), τότε η δύναμη αυτή θα κυριαρχήσει στον κόσμο. Αυτή η δήλωση είχε γίνει στο μακρινό 1919 και αντανακλούσε τις διαχρονικές γεωπολιτικές αντιλήψεις των αγγλοσαξονικών ναυτικών δυνάμεων.
Κι ας μην μπει κανείς στον πειρασμό να εξετάσει αν ο Μάκιντερ «έκανε λάθος». Οι αντιλήψεις του Μάκιντερ είναι το βασικό θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίστηκε η ψυχροπολεμική αμερικανική στρατηγική. Με βάση τις αντιλήψεις αυτές προέκυψε το περιβόητο «Μακρύ τηλεγράφημα» του Τζορτζ Κέναν και πάνω στο «Μακρύ τηλεγράφημα» εδράστηκε το κείμενο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας NSC 68, που αποτέλεσε τη βάση της στρατηγικής της «Ανάσχεσης» (Containment) της Σοβιετικής Ενωσης.
Κι αν αυτά ίσχυαν στο παρελθόν, σήμερα ο ρόλος της Ανατολικής Μεσογείου -και συνακόλουθα της Ελλάδας- στο διαμορφούμενο διεθνές σύστημα είναι μάλλον πιο αναβαθμισμένος και κρίσιμος σε σχέση με το παρελθόν. Ο πρώτος από τους λόγους που συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι η διαφαινόμενη τήξη των αρκτικών πάγων, που διαμορφώνει έναν ενιαίο θαλάσσιο διάδρομο ταχείας κυκλοφορίας γύρω από την ευρασιατική περιφέρεια, σε συνδυασμό με την ασάφεια ως προς το ποιος θα κυριαρχήσει σε αυτόν. Θα είναι η ναυτική ισχύς των ΗΠΑ ή η χερσαία ισχύς των μεγάλων ευρασιατικών δυνάμεων;
Ακόμη και με αυστηρά γεωγραφικούς όρους, αν ρίξουμε μια ματιά σε αυτό το «ημιπαγκόσμιο» διεθνές σύστημα που προκύπτει μετά τη διαφαινόμενη τήξη των αρκτικών πάγων, βλέπουμε ότι το σύμπλεγμα Ευρασίας – Αφρικής έχει ένα γεωγραφικό κέντρο. Το κέντρο αυτό είναι η Μεσόγειος. Και το κέντρο του κέντρου είναι η Ανατολική Μεσόγειος.
Περισσότερα, εδώ. |
Ο τρίτος παράγοντας είναι μια νέα αποκεντρωτική γεωγραφία της ενέργειας, που προκύπτει από την ενίσχυση του ειδικού βάρους του φυσικού αερίου στο διεθνές ενεργειακό μείγμα. Το φυσικό αέριο όμως είναι περιφερειακό (regional) και όχι παγκόσμιο (global) αγαθό, όπως είναι το πετρέλαιο, εξαιτίας της δυσκολίας μετακίνησής του. Συνακόλουθα, η εξέλιξη αυτή ενισχύει τις τάσεις για τη δημιουργία ενός κόσμου ενεργειακών περιφερειών.
Μία εξ αυτών των περιφερειών είναι η Ανατολική Μεσόγειος, η σημασία της οποίας αυξάνεται άρδην, δεδομένου ότι έχει προκύψει ένας νέος Ψυχρός Πόλεμος, στο πλαίσιο του οποίου επιδιώκεται η μείωση της εξάρτησης της Δυτικής Ευρώπης από τη Ρωσία, την ίδια στιγμή που οι ενεργειακοί πόροι της Μέσης Ανατολής καθίστανται, για γεωπολιτικούς λόγους, πιο αναξιόπιστοι σε σχέση με το παρελθόν.
Ένας από τους λόγους που συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι η ενεργειακή αυτονομία των Ηνωμένων Πολιτειών, που προέκυψε από την ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων σχιστολιθικών υδρογονανθράκων στο μητροπολιτικό έδαφός τους τα τελευταία χρόνια. Χάρη στην ανεξαρτησία αυτή, οι ΗΠΑ δεν είναι σίγουρο ότι χρειάζεται πλέον να διατηρούν διά των όπλων σταθερές τις ενεργειακές ροές από τη Μέση Ανατολή προς τη Δύση.
Αντιθέτως, ένα κομμάτι στο αμερικανικό σύστημα εξουσίας πιθανώς βλέπει με θετικό μάτι μια μεγάλη αναταραχή στη Μέση Ανατολή, όπως, για παράδειγμα, μια σύγκρουση Ιράν – Σαουδικής Αραβίας, η οποία θα απογείωνε τις χαμηλές σήμερα τιμές του πετρελαίου. Έτσι, θα μπορούσε να ξαναμπεί στη διεθνή αγορά το αμερικανικό σχιστολιθικό πετρέλαιο, το κόστος εξόρυξης του οποίου είναι ιδιαίτερα υψηλό και απαιτεί υψηλές διεθνείς τιμές για να είναι ανταγωνιστικό.
* Ο δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δημοσιεύτηκε στα «Ιδεογράμματα» της Νέας Σελίδας το Σάββατο 6/01/2019
Πηγή: «Ας μιλήσουμε επιτέλους»