«"ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΙ"
ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ»
(«Άνθρωπος και Θεάνθρωπος», εκδ. «Αστήρ», δ' έκδ., Αθήναι 1981, σελ. 40-49)Οι άνθρωποι κατεδίκασαν τον Θεόν εις θάνατον. Ο Θεός όμως δια τής Αναστάσεώς Του "καταδικάζει" τους ανθρώπους εις αθανασίαν. Δια τα κτυπήματα τους ανταποδίδει τους εναγκαλισμούς. Δια τας ύβρεις τας ευλογίας. Δια τον θάνατον την αθανασίαν. Ποτέ δεν έδειξαν οι άνθρωποι τόσον μίσος προς τον Θεόν, όσον όταν Τον εσταύρωσαν. Και ποτέ δεν έδειξεν ο Θεός τόσην αγάπην προς τους ανθρώπους όταν ανέστη. Οι άνθρωποι ήθελαν να καταστήσουν τον Θεόν θνητόν, αλλ' ο Θεός δια τής Αναστάσεώς Του κατέστησε τους ανθρώπους αθανάτους. Ανέστη ο σταυρωθείς Θεός και απέκτεινε τον θάνατον. Ο θάνατος ουκ έστι πλέον. Η αθανασία κατέκλυσε τον άνθρωπον και όλους τους κόσμους του.
Δια τής Αναστάσεως τού Θεανθρώπου η ανθρωπίνη φύσις ωδηγήθη τελεσιδίκως εις την οδόν τής αθανασίας, και έγινε φοβερά και δι' αυτόν τον θάνατον. Διότι προ τής Αναστάσεως τού Χριστού ο θάνατος ήτο φοβερός δια τον άνθρωπον, από δε τής Αναστάσεως τού Κυρίου γίνεται ο άνθρωπος φοβερός δια τον θάνατον. Εάν ζη δια τής πίστεως εις τον Αναστάντα Θεάνθρωπον ο άνθρωπος, ζη υπεράνω τού θανάτου. Καθίσταται απρόσβλητος και από τον θάνατον. Ο θάνατος μετατρέπεται εις «υποπόδιον των ποδών αυτού»: «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; πού σου άδη, το νίκος;» (πρβλ. Α' Κορ. ιε' 55-56). Ούτως, όταν ο εν Χριστώ άνθρωπος αποθνήσκη, αφήνει απλώς το ένδυμα τού σώματός του δια να το ενδυθή εκ νέου κατά την ημέραν τής Δευτέρας Παρουσίας.
Μέχρι τής Αναστάσεως τού Θεανθρώπου Χριστού ο θάνατος ήτο η δευτέρα φύσις τού ανθρώπου. Η πρώτη ήτο η ζωή, και ο θάνατος η δευτέρα. Ο άνθρωπος είχε συνηθίσει τον θάνατον ως κάτι το φυσικόν. Αλλά με την Ανάστασίν Του ο Κύριος ήλλαξε τα πάντα: η αθανασία έγινεν η δευτέρα φύσις τού ανθρώπου, έγινε κάτι το φυσικόν εις τον άνθρωπον, και το αφύσικον κατέστη ο θάνατος. Όπως μέχρι τής Αναστάσεως τού Χριστού ήτο φυσικόν εις τους ανθρώπους το να είναι θνητοί, ούτω μετά την ανάστασιν έγινε φυσική δι' αυτούς η αθανασία.
Δια τής αμαρτίας ο άνθρωπος...
[συνεχίζεται]