ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΠΑΘΛΟ
ΤΟΥ ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΡΙΒΑ*
Πριν από λίγο καιρό η Ελλάδα υπέστη μια άτυπη αλλά υπαρκτή γεωπολιτική ήττα δια της συμφωνίας των Πρεσπών και την αποδοχή από ελληνικής πλευράς της ύπαρξης «μακεδονικής» γλώσσας και εθνότητας για τα Σκόπια. Εκτός όλων των άλλων, η υποχωρητική στάση που επέδειξε η Ελλάδα έναντι ενός πολύ πιο αδύναμου γείτονα, η υποταγή στις απαιτήσεις του δυτικού παράγοντα, καθώς και η περιφρόνηση της πολιτικής ηγεσίας έναντι της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού είναι πολύ πιθανόν ότι πέρασαν το λάθος μήνυμα σε μια χώρα πάρα πολύ πιο επικίνδυνη από την αποκαλούμενη Βόρεια Μακεδονία.
Την Τουρκία.
Κι αυτό σε μια εποχή που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται στο χειρότερο σημείο των τελευταίων δεκαετιών. Στην πραγματικότητα, οι δύο συνιστώσες του ελληνισμού, δηλαδή η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία, βρίσκονται σήμερα σε ένα είδος «χλιαρού πολέμου» (warm war) με την Τουρκία, δηλαδή σε μια ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ της ειρήνης και του πλήρους πολέμου, και το κρίσιμο ερώτημα είναι αν θα παραμείνουν εδώ ή θα διολισθήσουν σε μια κανονική πολεμική αντιπαράθεση.
Και μια βασική αιτία γι' αυτή την εξέλιξη είναι οι δομικές αλλαγές που συμβαίνουν σήμερα στο διεθνές σύστημα. Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, τη δυναμική της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης θα πρέπει να δούμε σε πολύ γενικές γραμμές πώς διαμορφώνεται το διεθνές σύστημα σήμερα.
Μετασχηματισμός διαμέσου Ευρασίας
Απ' ό,τι φαίνεται, λοιπόν, βρισκόμαστε στην αρχή ενός ριζικού μετασχηματισμού του διεθνούς συστήματος, πυρήνας του οποίου είναι η γεωπολιτική μετάλλαξη της Ευρασίας. Και η μετάλλαξη αυτή αποτελεί αποτέλεσμα της σύνθεσης τριων βασικών παραγόντων.
Ο πρώτος εκ των παραγόντων αυτών είναι η δημιουργία μιας ζώνης ασαφούς κυριαρχίας στα εγγύς ευρασιατικά ύδατα, η οποία προκύπτει από τη μονομαχία μεταξύ των πλεγμάτων αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (Anti Access / Area Denial complexes [A2/AD]), τα οποία αναπτύσσουν οι χερσαίες ευρασιατικές δυνάμεις, προεξαρχούσης της Κίνας, και της αεροναυτικής ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η διαφαινόμενη τήξη των Αρκτικών πάγων, η οποία θα εντάξει τον Αρκτικό Ωκεανό στο παγκόσμιο δίκτυο θαλάσσιων επικοινωνιών, διαμορφώνοντας έναν κατά κάποιον τρόπο διάδρομο ταχείας κυκλοφορίας γύρω από την Ευρασία. Συνακόλουθα, η κυριαρχία στον διάδρομο αυτό θα αποτελέσει το μεγάλο γεωπολιτικό έπαθλο των επόμενων δεκαετιών.
Μέρος αυτού τού διαδρόμου είναι το πλέγμα των κλειστών θαλασσών στην «Παγκόσμια Νήσο», δηλαδή στο σύμπλεγμα Ευρασίας - Αφρικής, κατά την ορολογία του Βρετανού γεωγράφου Sir Halford Mackinder, με σημαντικότερη τη Μεσόγειο. Σε πολύ γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τήξη των αρκτικών πάγων αυτονομεί κατά κάποιον τρόπο την Παγκόσμια Νήσο από τον υπόλοιπο πλανήτη, διαμορφώνοντας ένα είδος ημιπαγκόσμιου συστήματος, γεωγραφικό κέντρο του οποίου είναι η Μεσόγειος και κέντρο του κέντρου η Ανατολική Μεσόγειος.
Ο παράγοντας BRI
Ένας τρίτος παράγοντας που ενοποιεί έτι περαιτέρω την Ευρασία είναι η περιβόητη BRI (Belt and Road Initiative), ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού. Η BRI αλλάζει την ίδια τη γεωγραφία της Κεντρικής Ασίας, μετατρέποντάς την από έναν ουσιαστικά ακατοίκητο χώρο, ο οποίος αποτελούσε μάλλον εμπόδιο στην επικοινωνία των χωρών της ευρασιατικής περιφέρειας, σε ένα ενοποιητικό εσωτερικό αίθριο. Και η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί κομβικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής της BRI.
Η BRI θέτει εν αμφιβόλω αυτόν καθαυτόν τον διαχωρισμό της Ευρασίας σε Ασία και Ευρώπη, ο οποίος, τουλάχιστον από γεωγραφικής άποψης, ήταν εν πολλοίς αυθαίρετος. Η γεωπολιτική δυναμική της BRI συνδυάζεται με τη μετάλλαξη της Ευρώπης, που προκύπτει από την κρίση της ΕΕ, καθώς και της εντεινόμενης σύγκρουσης με τη Ρωσία.
Σε αυτούς τους τρεις βασικούς παράγοντες θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και μια νέα πολυπαραγοντική, ασαφή και κυρίως αποκεντρωτική γεωγραφία της ενέργειας, η οποία έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια. Κύρια αιτία αυτής της νέας ενεργειακής τάξης πραγμάτων ήταν η επανάσταση των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων και η ενεργειακή ανεξαρτησία που προσέφεραν στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και η ανακήρυξη του φυσικού αερίου ως βασικού παράγοντα στη διεθνή γεωγραφία της ενέργειας.
Η νέα αυτή ενεργειακή γεωγραφία δίνει νέο νόημα στον όρο «πολυπολικό διεθνές σύστημα» και ευνοεί τη δημιουργία ενεργειακών περιφερειών, μία εκ των οποίων ενδέχεται να αποδειχθεί η Ανατολική Μεσόγειος. Εν κατακλείδι, η Ανατολική Μεσόγειος, στην ευρύτερη περιοχή της οποίας περιλαμβάνουμε και το Αιγαίο Πέλαγος, αποτελεί ένα κρίσιμο στοιχείο της διαμορφούμενης παγκόσμιας γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής και συνακόλουθα μετατρέπεται σε πολύτιμο γεωπολιτικό έπαθλο.
Η Άγκυρα επιτίθεται με στόχο την κυριαρχία
Κατά συνέπεια, η πιο φιλόδοξη και η πιο αναθεωρητική δύναμη της περιοχής, δηλαδή η Τουρκία, θα προσπαθήσει -για την ακρίβεια ήδη το πράττει- να κυριαρχήσει ολοκληρωτικά και απόλυτα στη συγκεκριμένη περιοχή, ακρωτηριάζοντας γεωπολιτικά τόσο την Ελλάδα όσο και την Κυπριακή Δημοκρατία, οι οποίες αποτελούν εμπόδια στους σχεδιασμούς της.
Με άλλα λόγια, η εντεινόμενη τουρκική επιθετικότητα δεν είναι προσωπική επιλογή της όποιας τουρκικής ηγεσίας ούτε «εξωτερίκευση» των εσωτερικών προβλημάτων της γείτονος χώρας ή κάτι παρόμοιο. Αντιθέτως, αποτελεί σχεδόν αναπόφευκτη συνέπεια της προσπάθειας που κάνει η Τουρκία να εξελιχθεί σε μια αυτόνομη και αυτόφωτη δύναμη ευρασιατικής εμβέλειας, μέσα σε ένα μεταλλαγμένο διεθνές σύστημα του οποίου η Ανατολική Μεσόγειος αποτελεί κρίσιμης σημασίας κομμάτι.
Ενίσχυση των ελληνικών ικανοτήτων
Άρα, η Ελλάδα οφείλει να ενισχύσει δραστικά τις μαχητικές και αποτρεπτικές της ικανότητες αν δεν θέλει να αντιμετωπίσει την πιθανότητα να οδηγηθεί, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, ενώπιον του τραγικού διλήμματος να επιλέξει μεταξύ γεωπολιτικού ακρωτηριασμού και εθνικής ταπείνωσης ή πολεμικής αναμέτρησης υπό εξαιρετικά δυσμενείς όρους.
Εν κατακλείδι, λοιπόν, η συμφωνία των Πρεσπών είναι πιθανό να λειτουργήσει ως ο πυροκροτητής στη γεωπολιτική βόμβα που έχει δημιουργηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο λόγω της αύξησης της σημασίας της περιοχής στα διεθνή δρώμενα, της μετάλλαξης της Τουρκίας σε φιλόδοξο και αυτόνομο δρώντα σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα και της μετατροπής της Ελλάδας σε μια χώρα που δείχνει να μην πολυενδιαφέρεται για την ίδια της την ύπαρξη, αφού παραχωρεί ένα κομμάτι της ιστορικής της ταυτότητας σε έναν σφετεριστή. Έτσι, η Τουρκία μπορεί εύκολα να εξαγάγει το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δύσκολα θα υπεράσπιζε σθεναρά τα κυριαρχικά της δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Και το θέμα είναι τι κάνουμε από εδώ και εμπρός. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα ξεφεύγει από τα περιορισμένα όρια αυτού του κειμένου. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια φράση. Επαναδιεκδικούμε τον εαυτό μας. Οικοδομούμε σταδιακά μια εθνοκεντρική μακρόπνοη στρατηγική και άμεσα επενδύουμε σε μια σκληρή αποτρεπτική στρατηγική έναντι της Τουρκίας. Και μέρος αυτής της στρατηγικής είναι και η απόσυρση από τη συμφωνία των Πρεσπών έτσι ώστε να δείξουμε ότι είμαστε διατεθειμένοι να υπερασπιστούμε την εθνική μας υπόσταση ακόμη και με μεγάλο κόστος και πως δεν πειθαρχούμε στις διαταγές των δυτικών δυνάμεων.
Υπεράσπιση της ιστορικής κληρονομιάς
Εδώ, βέβαια, μπορεί να τεθεί η αντίρρηση ότι τη συμφωνία αυτή, από τη στιγμή που υπογράφηκε, δεν γίνεται να την πάρουμε πίσω. Ωστόσο, δεν υπάρχει συμφωνία από την οποία δεν μπορείς να αποχωρήσεις. Το μόνο ζήτημα είναι αυτό του κόστους που θα χρειαστεί να καταβάλεις. Όμως, αν εντάξουμε την απόσυρσή μας από τη συμφωνία των Πρεσπών μέσα σε μια ευρύτερη συστημική λειτουργία, η οποία περιλαμβάνει και την ενίσχυση της αποτρεπτικής μας πρότασης έναντι της Τουρκίας, τότε το κόστος μπορεί να μετατραπεί σε κέρδος. Συγκεκριμένα, αν η Ελλάδα δείξει ότι μπορεί να λειτουργήσει ακόμη και «ανορθολογικά», όντας έτοιμη να πληρώσει μεγάλο κόστος για να υπερασπίσει την ιστορική της κληρονομιά, τότε ενισχύει την απροβλεπτότητά της έναντι της Τουρκίας. Συνακόλουθα, δυσχεραίνει δραστικά την ασφαλή άσκηση επεκτατικής πολιτικής από πλευράς της Τουρκίας προς την Ελλάδα.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα πρέπει να πατήσει απότομα φρένο στη μέχρι τώρα πορεία «συμβιβασμών» και «καλής θέλησης» αν θέλει να έχει μια ευκαιρία, στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον, να αποφύγει να κληθεί να επιλέξει μεταξύ εθνικής καταστροφής και πολεμικής αντιπαράθεσης με δυσμενείς όρους.
* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης «Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή» στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Περιοδικό «Επίκαιρα», αρ. τ. 406, της 25ης Μαΐου 2019