Τού Κωνσταντίνου Γρίβα*
Σε περασμένο άρθρο εξετάσαμε μια σειρά από κατηγορίες οπλικών συστημάτων τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν με πολύ χαμηλό κόστος θανάσιμες απειλές για το νεότευκτο υβριδικό πλοίο μίνι αεροπλανοφόρο/ελικοπτεροφόρο – αμφίβιων επιχειρήσεων TCG Anadolu που αναμένεται να ενταχθεί στη δύναμη του Τουρκικού Ναυτικού το επόμενο έτος.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το σκάφος αυτό δεν είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για την Ελλάδα.
Το γεγονός όμως παραμένει ότι υπάρχουν αντίδοτα που μπορούν να το μετατρέψουν από κίνδυνο σε αχίλλειο πτέρνα της Τουρκίας και συνακόλουθα να ενισχύσουν την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική.
Αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει ρεαλιστικές ικανότητες προσβολής του σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης. Κι αυτό γιατί το σκάφος αυτό είναι τόσο σημαντικό που η καταστροφή του θα είχε μεγάλες συνέπειες για την Τουρκία, ιδιαίτερα δε όσον αφορά το γόητρό της.
Άλλωστε, ένας βασικός λόγος που απέκτησε αυτό το σκάφους είναι για να ενισχύσει το κύρος της. Τα αεροπλανοφόρα έχουν ιδιαίτερα μεγάλη συμβολική και σημειολογική σημασία στη διεθνή «πασαρέλα» ισχύος και μια χώρα όπως η Τουρκία, που διεκδικεί ρόλο Δύναμης ευρασιατικής εμβέλειας, χρειάζεται παρόμοια όπλα – σύμβολα. Όμως, όσον αφορά τις πραγματικές ικανότητες, όπως τονίστηκε στο προηγούμενο άρθρο, γενικά οι διεθνείς τάσεις δεν ευνοούν τη δράση των πλοίων επιφανείας σε κλειστές θάλασσες.
Με τον όρο κλειστές θάλασσες δεν αναφερόμαστε μόνο σε αρχιπελαγικές δομές όπως αυτή του Αιγαίου Πελάγους. Ήδη σήμερα, θαλάσσιες εκτάσεις όπως είναι η Νότιος Σινική Θάλασσα έχουν καταστεί εξαιρετικά ανθυγιεινά μέρη για μεγάλα πλοία επιφανείας και αυτό αναμένεται να συμβεί και την ερχόμενη δεκαετία και για την Ανατολική Μεσόγειο.
Είχαμε αναφέρει ότι ο συνδυασμός νέων τορπιλών μεγάλου βεληνεκούς (που ελπίζουμε ότι θα αποκτηθούν άμεσα) και του αναερόβιου συστήματος πρόωσης (AIP) των ελληνικών υποβρυχίων Type 214 κλάσης «Παπανικολής» και του «Ωκεανός» αποτελούν θανάσιμη απειλή για το Anadolu σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο μέσα στο Αιγαίο.
Κίνδυνοι επίθεσης από Ιόνιο
Παρεμπιπτόντως, οι απόψεις ότι το Anadolu θα απειλήσει την Ελλάδα εκ δυσμών ευρισκόμενο στο Ιόνιο ή την Αδριατική μπορούν να δεχθούν αρκετή κριτική. Καταρχάς, όπως είπαμε, σε οποιοδήποτε σημείο της Ανατολικής Μεσογείου το πλοίο μπορεί να γίνει στόχος των ελληνικών υποβρυχίων.
Φυσικά, αναμένεται να έχει ανθυποβρυχιακή προστασία, η οποία όμως πολύ δύσκολα μπορεί να είναι αποτελεσματική στον συνδυασμό τορπιλών μεγάλου βεληνεκούς –συστήματος αναερόβιας πρόωσης– ικανοτήτων stealth των «Παπανικολής».
Επιπροσθέτως, θα ήταν αυτοκτονικό τόσο για το Anadolu όσο και για τα πλοία συνοδείας του να βρεθούν τόσο μακριά από την προστατευτική ομπρέλα της Τουρκικής Αεροπορίας. Οι περιορισμένες αντιαεροπορικές ικανότητες των σημερινών τουρκικών πολεμικών πλοίων και ο μικρός αριθμός των μαχητικών αεροσκαφών του Anadolu λίγα πράγματα θα μπορούσαν να κάνουν εναντίον μιας μαζικής επίθεσης της Ελληνικής Αεροπορίας.
Υπενθυμίζεται ότι το Τουρκικό Ναυτικό δεν διαθέτει σήμερα φρεγάτες αεράμυνας περιοχής. Βέβαια, στοχεύει να αποκτήσει οκτώ από τις περιβόητες TF 2000 που θα έχουν σχετικές ικανότητες.
Όμως, η εξέλιξή του σχετικού προγράμματος έχει καθυστερήσει, ενώ αν πράγματι οι σχέσεις με τις ΗΠΑ είναι τόσο κακές όσο μας διαφημίζουν ότι είναι (κάτι για το οποίο ο γράφων έχει εκφράσει επανειλημμένως τον σκεπτικισμό του) τότε δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα αποδεσμευτούν για την Τουρκία τα πιο κρίσιμα οπλικά συστήματα για τα εν λόγω πλοία και συγκεκριμένα οι πύραυλοι επιφανείας – αέρος μεγάλου βεληνεκούς SM – 2 Block IV.
Ακόμη όμως και έτσι, χωρίς καμιά κάλυψη από την Τουρκική Αεροπορία, μια τουρκική ναυτική δύναμη ευρισκόμενα δυτικά της Ελλάδας θα βρεθεί σε μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση όσο υψηλές ικανότητες αεράμυνας και αν διαθέτει.
Βέβαια, οι κίνδυνοι για τα ελληνικά αεροσκάφη αυξάνονται δραματικά σε περίπτωση που το Anadolu συνοδεύεται από φρεγάτες αεράμυνας περιοχής, όμως ταυτοχρόνως αυξάνεται και το έπαθλο αφού και τα πλοία αυτά αποτελούν πολύτιμους στόχους.
Επιπροσθέτως, οι νέες τουρκικές φρεγάτες λογικά αποσκοπούν πρωτίστως στο να αποτελέσουν μέρος μιας ενιαίας αεροναυτικής δύναμης που θα επιδιώκει να επιτύχει αεροπορική κυριαρχία και να τοποθετήσει ελληνικά νησιά ή ομάδες ελληνικών νησιών σε θόλους απομόνωσης.
Αν μετατραπούν σε σωματοφύλακα του Anadolu, ιδιαίτερα δε αν αποκοπούν από την υπόλοιπη τουρκική πολεμική μηχανή, τότε παύουν να είναι στοιχεία ισχύος και μετατρέπονται και αυτά σε στόχους. Σε επικίνδυνους βέβαια στόχους αλλά πάντως στόχους.
Αεροπλανοφόρο δίχως αεροπλάνα
Όσο δε για τα 12 F–35B βραχείας απονήωσης κάθετης προσνήωσης (STOVL) που θα επιχειρούν από το Anadolu είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν τα χαρακτηριστικά χαμηλής διακριτότητας που διαθέτουν αν εγκλωβιστούν σε αμυντικούς ρόλους και οι ικανότητές τους σε κλειστές αερομαχίες είναι μάλλον εξαιρετικά περιορισμένες για να το πούμε ευγενικά. Και αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα παραλάβει τελικώς τα F – 35.
Σε αντίθετη περίπτωση το Anadolu απλά δεν θα διαθέτει μαχητικά αεροσκάφη για τον απλούστατο λόγο ότι αυτήν τη στιγμή δεν διατίθεται κανένα στη διεθνή αγορά. Η παραγωγή του βρετανικού Harrier έχει προ πολλού σταματήσει, το ρωσικό Yakovlev Yak–38 έχει αποσυρθεί από το 1991 ενώ το πολύ πιο εξελιγμένο Yak–141 δεν μπήκε ποτέ σε παραγωγή.
Παρεμπιπτόντως, τεχνολογία του Yak–141 ενδέχεται να απέκτησε η Lockheed τη χρυσή εποχή των ρωσοαμερικανικών σχέσεων, στα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την χρησιμοποίησε στο F–35. Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί φήμες για κάποια σχετική κινεζική σχεδίαση αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποια σχετική πληροφορία.
Απόψεις του τύπου ότι η Τουρκία θα μπορούσε να αποκτήσει μεταχειρισμένα AV-8 Harrier II είναι μάλλον ανεδαφικές. Τα αεροσκάφη αυτά υπηρετούν μόνο στα ελικοπτεροφόρα των Αμερικανών Πεζοναυτών καθώς και στο Ισπανικό και το Ιταλικό Ναυτικό.
Τα ισπανικά AV-8S Matador προβλέπεται να παραμείνουν σε υπηρεσία στο Juan Carlos (στη σχεδίαση του οποίου παρεμπιπτόντως βασίστηκε και το Anadolu) τουλάχιστον μέχρι το 2025, ενώ και για τα ιταλικά δεν έχει ακουστεί ούτε ως φήμη ότι θα μπορούσαν να πουληθούν στην Τουρκία ή ότι ενδιαφέρεται η Τουρκία για αυτά.
Καμία σχέση με Πόλεμο των Φώκλαντ
Επιπροσθέτως, αν και τόσο τα ιταλικά όσο και τα ισπανικά Harrier έχουν εκσυγχρονιστεί ώστε να μεταφέρουν πυραύλους αέρος–αέρος μεγάλου βεληνεκούς AIM–120 AMRAAM, πέραν από αυτούς για κλειστές αερομαχίες, δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις μαχητικά σαν το F–16 ή το Mirage 2000. Και ας μην βιαστεί κανένας να κάνει επίδειξη γνώσεων για τις επιδόσεις των βρετανικών Harrier στον Πόλεμο των Φώκλαντ.
Σε εκείνη την περίπτωση, τα μαχητικά της Αργεντινής επιχειρούσαν στα ακρότατα όρια της εμβέλειάς τους, δεν είχαν παρά ελάχιστο χρόνο για να επιτεθούν στα βρετανικά πλοία, είχε απαγορευτεί στους πιλότους τους να εμπλακούν σε αερομαχία με τα Harrier και πετάγανε χωρίς πυραύλους αέρος – αέρος.
Σε όποιον ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο για τις ιδιορρυθμίες του σκέλους της εναέριας σύγκρουσης εκείνου του πολέμου, ένα εξαιρετικό κείμενο είναι αυτό του Rene de La Pedraja, “The Argentine Air Force versus Britain in the Falkland Islands, 1982” στις σελίδες 227 – 261 στον συλλογικό τόμο WHY AIR FORCES FAIL. THE ANATOMY OF DEFEAT, που εκδόθηκε από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις University Press of Kentucky το 2006, υπό την επιστημονική εποπτεία των Robin Higham και Stephen J. Harris.
Ευπρόσβλητες φρεγάτες
Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι φρεγάτες αεράμυνας περιοχής παραμένουν εξίσου ευπρόσβλητες με τις υπόλοιπες σε επιθέσεις τορπιλών, που δεν είναι ανάγκη να προέρχονται μόνο από υποβρύχια.
Τορπίλες πολύ μεγάλου βεληνεκούς, όπως η γερμανική Sea Hake Mod 4 ER, τις οποίες θα μπορούσαν να μεταφέρουν μη επανδρωμένα αυτόνομα υποβρύχια σκάφη (UUV) θα αποτελούσαν εξαιρετικά θανάσιμες απειλές για οποιαδήποτε ομάδα πλοίων σε αποστάσεις πολλών εκατοντάδων χλμ από τις ακτές. Οι σχετικές τεχνολογίες ήδη υπάρχουν ή αναπτύσσονται.
Άρα, τα σενάρια του τύπου ότι το Anadolu θα μας χτυπήσει από το Ιόνιο ή το Λιβυκό Πέλαγος, αν και δεν στερούνται λογικής και θα πρέπει να μας απασχολήσουν, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν, ενώ αν η Τουρκία επιλέξει να τα εφαρμόσει μπορεί να βρεθεί σε πολύ δύσκολες καταστάσεις και να δει τα ισχυρά της ατού να μετατρέπονται σε τρωτά σημεία.
Αυτό φυσικά δεν θα γίνει από μόνο του και η ελληνική πλευρά θα πρέπει να επιδείξει φαντασία, τόλμη και προσαρμοστικότητα στα γεωγραφικά δεδομένα αλλά και στις σύγχρονες τεχνολογίες και επιχειρησιακές αντιλήψεις. Σε καμία περίπτωση όμως δεν σημαίνει ότι η αναπτυσσόμενη τουρκική πολεμική μηχανή είναι ανίκητη.
Ηττοπάθεια ή υβριδικός πόλεμος
Παρενθετικά, αξίζει να επισημάνουμε ότι κάθε φορά που από τον γράφοντα αλλά και άλλους εκφράζεται κάποια άποψη ότι η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει αποφασιστικά την τουρκική στρατιωτική ισχύ και δεν είναι έρμαιο των διαθέσεων της Άγκυρας ούτε αξιωματικώς χαμένη σε μια πολεμική αντιπαράθεση με αυτήν, τότε αυτομάτως προκύπτουν αντιδράσεις που αποσκοπούν να αποδομήσουν και να χλευάσουν και την άποψη και αυτόν που την εκφράζει. Και αυτό συνήθως όχι με επιχειρήματα (ή εν πάση περιπτώσει με στοιχειωδώς λογικά επιχειρήματα) αλλά κυρίως με κραυγές και υβριστικούς χαρακτηρισμούς του τύπου «ανίδεος», «άσχετος», «μπαρουφολόγος» κλπ.
Οι αντιδράσεις αυτές μάλιστα φθάνουν σε παροξυσμικό επίπεδο όταν οι προτάσεις για την αντιμετώπιση της τουρκικής πολεμικής μηχανής αντιτίθενται στη λογική των μαζικών δωρεών σε πολεμικές βιομηχανίες του εξωτερικού και υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη ελληνικών αντιδότων στους τουρκικούς εξοπλισμούς μπορεί να γίνει πρωτίστως με εγχώριες προσπάθειες και με χαμηλό κόστος.
Σε αυτούς τους ιδιόρρυθμους καιρούς ίσως θα πρέπει να είμαστε πιο πονηρεμένοι έναντι αυτών των αποδομητικών απόψεων και να μην τις θεωρούμε μόνο εξυπνακισμούς, πνεύμα αντιλογίας ή εκδηλώσεις ψυχιατρικών προβλημάτων.
Ο συστηματικός χλευασμός των απόψεων ότι η Ελλάδα μπορεί να αντισταθεί στην Τουρκία και μάλιστα χωρίς να καταστρέψει την οικονομία της, καλλιεργεί την ηττοπάθεια, παγιώνει μια αντίληψη «φυσικής» αδυναμίας της Ελλάδας να αντιταχθεί στον τουρκικό επεκτατισμό και εμφανίζει συνακόλουθα ως «μόνη λογική και δυνατή λύση» την παράδοση χωρίς αντίσταση.
Ίσως λοιπόν αυτές οι αντιδράσεις θα πρέπει να θεωρηθούν ως το πρώτο στάδιο σε έναν υβριδικό πόλεμο που εφαρμόζει η Τουρκία (και πιθανώς όχι μόνο η Τουρκία) εναντίον της χώρας μας αποσκοπώντας στην επιβολή των επεκτατικών της στόχων και στον γεωπολιτικό ακρωτηριασμό της Ελλάδας χωρίς να χρειαστεί καν η καταφυγή στα όπλα.
*Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σε περασμένο άρθρο εξετάσαμε μια σειρά από κατηγορίες οπλικών συστημάτων τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν με πολύ χαμηλό κόστος θανάσιμες απειλές για το νεότευκτο υβριδικό πλοίο μίνι αεροπλανοφόρο/ελικοπτεροφόρο – αμφίβιων επιχειρήσεων TCG Anadolu που αναμένεται να ενταχθεί στη δύναμη του Τουρκικού Ναυτικού το επόμενο έτος.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το σκάφος αυτό δεν είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για την Ελλάδα.
Το γεγονός όμως παραμένει ότι υπάρχουν αντίδοτα που μπορούν να το μετατρέψουν από κίνδυνο σε αχίλλειο πτέρνα της Τουρκίας και συνακόλουθα να ενισχύσουν την ελληνική αποτρεπτική στρατηγική.
Αυτό βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα αποκτήσει ρεαλιστικές ικανότητες προσβολής του σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης. Κι αυτό γιατί το σκάφος αυτό είναι τόσο σημαντικό που η καταστροφή του θα είχε μεγάλες συνέπειες για την Τουρκία, ιδιαίτερα δε όσον αφορά το γόητρό της.
Άλλωστε, ένας βασικός λόγος που απέκτησε αυτό το σκάφους είναι για να ενισχύσει το κύρος της. Τα αεροπλανοφόρα έχουν ιδιαίτερα μεγάλη συμβολική και σημειολογική σημασία στη διεθνή «πασαρέλα» ισχύος και μια χώρα όπως η Τουρκία, που διεκδικεί ρόλο Δύναμης ευρασιατικής εμβέλειας, χρειάζεται παρόμοια όπλα – σύμβολα. Όμως, όσον αφορά τις πραγματικές ικανότητες, όπως τονίστηκε στο προηγούμενο άρθρο, γενικά οι διεθνείς τάσεις δεν ευνοούν τη δράση των πλοίων επιφανείας σε κλειστές θάλασσες.
Με τον όρο κλειστές θάλασσες δεν αναφερόμαστε μόνο σε αρχιπελαγικές δομές όπως αυτή του Αιγαίου Πελάγους. Ήδη σήμερα, θαλάσσιες εκτάσεις όπως είναι η Νότιος Σινική Θάλασσα έχουν καταστεί εξαιρετικά ανθυγιεινά μέρη για μεγάλα πλοία επιφανείας και αυτό αναμένεται να συμβεί και την ερχόμενη δεκαετία και για την Ανατολική Μεσόγειο.
Είχαμε αναφέρει ότι ο συνδυασμός νέων τορπιλών μεγάλου βεληνεκούς (που ελπίζουμε ότι θα αποκτηθούν άμεσα) και του αναερόβιου συστήματος πρόωσης (AIP) των ελληνικών υποβρυχίων Type 214 κλάσης «Παπανικολής» και του «Ωκεανός» αποτελούν θανάσιμη απειλή για το Anadolu σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο μέσα στο Αιγαίο.
Κίνδυνοι επίθεσης από Ιόνιο
Παρεμπιπτόντως, οι απόψεις ότι το Anadolu θα απειλήσει την Ελλάδα εκ δυσμών ευρισκόμενο στο Ιόνιο ή την Αδριατική μπορούν να δεχθούν αρκετή κριτική. Καταρχάς, όπως είπαμε, σε οποιοδήποτε σημείο της Ανατολικής Μεσογείου το πλοίο μπορεί να γίνει στόχος των ελληνικών υποβρυχίων.
Φυσικά, αναμένεται να έχει ανθυποβρυχιακή προστασία, η οποία όμως πολύ δύσκολα μπορεί να είναι αποτελεσματική στον συνδυασμό τορπιλών μεγάλου βεληνεκούς –συστήματος αναερόβιας πρόωσης– ικανοτήτων stealth των «Παπανικολής».
Επιπροσθέτως, θα ήταν αυτοκτονικό τόσο για το Anadolu όσο και για τα πλοία συνοδείας του να βρεθούν τόσο μακριά από την προστατευτική ομπρέλα της Τουρκικής Αεροπορίας. Οι περιορισμένες αντιαεροπορικές ικανότητες των σημερινών τουρκικών πολεμικών πλοίων και ο μικρός αριθμός των μαχητικών αεροσκαφών του Anadolu λίγα πράγματα θα μπορούσαν να κάνουν εναντίον μιας μαζικής επίθεσης της Ελληνικής Αεροπορίας.
Υπενθυμίζεται ότι το Τουρκικό Ναυτικό δεν διαθέτει σήμερα φρεγάτες αεράμυνας περιοχής. Βέβαια, στοχεύει να αποκτήσει οκτώ από τις περιβόητες TF 2000 που θα έχουν σχετικές ικανότητες.
Όμως, η εξέλιξή του σχετικού προγράμματος έχει καθυστερήσει, ενώ αν πράγματι οι σχέσεις με τις ΗΠΑ είναι τόσο κακές όσο μας διαφημίζουν ότι είναι (κάτι για το οποίο ο γράφων έχει εκφράσει επανειλημμένως τον σκεπτικισμό του) τότε δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα αποδεσμευτούν για την Τουρκία τα πιο κρίσιμα οπλικά συστήματα για τα εν λόγω πλοία και συγκεκριμένα οι πύραυλοι επιφανείας – αέρος μεγάλου βεληνεκούς SM – 2 Block IV.
Ακόμη όμως και έτσι, χωρίς καμιά κάλυψη από την Τουρκική Αεροπορία, μια τουρκική ναυτική δύναμη ευρισκόμενα δυτικά της Ελλάδας θα βρεθεί σε μια πολύ επικίνδυνη κατάσταση όσο υψηλές ικανότητες αεράμυνας και αν διαθέτει.
Βέβαια, οι κίνδυνοι για τα ελληνικά αεροσκάφη αυξάνονται δραματικά σε περίπτωση που το Anadolu συνοδεύεται από φρεγάτες αεράμυνας περιοχής, όμως ταυτοχρόνως αυξάνεται και το έπαθλο αφού και τα πλοία αυτά αποτελούν πολύτιμους στόχους.
Επιπροσθέτως, οι νέες τουρκικές φρεγάτες λογικά αποσκοπούν πρωτίστως στο να αποτελέσουν μέρος μιας ενιαίας αεροναυτικής δύναμης που θα επιδιώκει να επιτύχει αεροπορική κυριαρχία και να τοποθετήσει ελληνικά νησιά ή ομάδες ελληνικών νησιών σε θόλους απομόνωσης.
Αν μετατραπούν σε σωματοφύλακα του Anadolu, ιδιαίτερα δε αν αποκοπούν από την υπόλοιπη τουρκική πολεμική μηχανή, τότε παύουν να είναι στοιχεία ισχύος και μετατρέπονται και αυτά σε στόχους. Σε επικίνδυνους βέβαια στόχους αλλά πάντως στόχους.
Αεροπλανοφόρο δίχως αεροπλάνα
Όσο δε για τα 12 F–35B βραχείας απονήωσης κάθετης προσνήωσης (STOVL) που θα επιχειρούν από το Anadolu είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν τα χαρακτηριστικά χαμηλής διακριτότητας που διαθέτουν αν εγκλωβιστούν σε αμυντικούς ρόλους και οι ικανότητές τους σε κλειστές αερομαχίες είναι μάλλον εξαιρετικά περιορισμένες για να το πούμε ευγενικά. Και αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι η Τουρκία θα παραλάβει τελικώς τα F – 35.
Σε αντίθετη περίπτωση το Anadolu απλά δεν θα διαθέτει μαχητικά αεροσκάφη για τον απλούστατο λόγο ότι αυτήν τη στιγμή δεν διατίθεται κανένα στη διεθνή αγορά. Η παραγωγή του βρετανικού Harrier έχει προ πολλού σταματήσει, το ρωσικό Yakovlev Yak–38 έχει αποσυρθεί από το 1991 ενώ το πολύ πιο εξελιγμένο Yak–141 δεν μπήκε ποτέ σε παραγωγή.
Παρεμπιπτόντως, τεχνολογία του Yak–141 ενδέχεται να απέκτησε η Lockheed τη χρυσή εποχή των ρωσοαμερικανικών σχέσεων, στα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την χρησιμοποίησε στο F–35. Κατά καιρούς έχουν εμφανιστεί φήμες για κάποια σχετική κινεζική σχεδίαση αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει κάποια σχετική πληροφορία.
Απόψεις του τύπου ότι η Τουρκία θα μπορούσε να αποκτήσει μεταχειρισμένα AV-8 Harrier II είναι μάλλον ανεδαφικές. Τα αεροσκάφη αυτά υπηρετούν μόνο στα ελικοπτεροφόρα των Αμερικανών Πεζοναυτών καθώς και στο Ισπανικό και το Ιταλικό Ναυτικό.
Τα ισπανικά AV-8S Matador προβλέπεται να παραμείνουν σε υπηρεσία στο Juan Carlos (στη σχεδίαση του οποίου παρεμπιπτόντως βασίστηκε και το Anadolu) τουλάχιστον μέχρι το 2025, ενώ και για τα ιταλικά δεν έχει ακουστεί ούτε ως φήμη ότι θα μπορούσαν να πουληθούν στην Τουρκία ή ότι ενδιαφέρεται η Τουρκία για αυτά.
Καμία σχέση με Πόλεμο των Φώκλαντ
Επιπροσθέτως, αν και τόσο τα ιταλικά όσο και τα ισπανικά Harrier έχουν εκσυγχρονιστεί ώστε να μεταφέρουν πυραύλους αέρος–αέρος μεγάλου βεληνεκούς AIM–120 AMRAAM, πέραν από αυτούς για κλειστές αερομαχίες, δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις μαχητικά σαν το F–16 ή το Mirage 2000. Και ας μην βιαστεί κανένας να κάνει επίδειξη γνώσεων για τις επιδόσεις των βρετανικών Harrier στον Πόλεμο των Φώκλαντ.
Σε εκείνη την περίπτωση, τα μαχητικά της Αργεντινής επιχειρούσαν στα ακρότατα όρια της εμβέλειάς τους, δεν είχαν παρά ελάχιστο χρόνο για να επιτεθούν στα βρετανικά πλοία, είχε απαγορευτεί στους πιλότους τους να εμπλακούν σε αερομαχία με τα Harrier και πετάγανε χωρίς πυραύλους αέρος – αέρος.
Σε όποιον ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο για τις ιδιορρυθμίες του σκέλους της εναέριας σύγκρουσης εκείνου του πολέμου, ένα εξαιρετικό κείμενο είναι αυτό του Rene de La Pedraja, “The Argentine Air Force versus Britain in the Falkland Islands, 1982” στις σελίδες 227 – 261 στον συλλογικό τόμο WHY AIR FORCES FAIL. THE ANATOMY OF DEFEAT, που εκδόθηκε από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις University Press of Kentucky το 2006, υπό την επιστημονική εποπτεία των Robin Higham και Stephen J. Harris.
Ευπρόσβλητες φρεγάτες
Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι φρεγάτες αεράμυνας περιοχής παραμένουν εξίσου ευπρόσβλητες με τις υπόλοιπες σε επιθέσεις τορπιλών, που δεν είναι ανάγκη να προέρχονται μόνο από υποβρύχια.
Τορπίλες πολύ μεγάλου βεληνεκούς, όπως η γερμανική Sea Hake Mod 4 ER, τις οποίες θα μπορούσαν να μεταφέρουν μη επανδρωμένα αυτόνομα υποβρύχια σκάφη (UUV) θα αποτελούσαν εξαιρετικά θανάσιμες απειλές για οποιαδήποτε ομάδα πλοίων σε αποστάσεις πολλών εκατοντάδων χλμ από τις ακτές. Οι σχετικές τεχνολογίες ήδη υπάρχουν ή αναπτύσσονται.
Άρα, τα σενάρια του τύπου ότι το Anadolu θα μας χτυπήσει από το Ιόνιο ή το Λιβυκό Πέλαγος, αν και δεν στερούνται λογικής και θα πρέπει να μας απασχολήσουν, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν, ενώ αν η Τουρκία επιλέξει να τα εφαρμόσει μπορεί να βρεθεί σε πολύ δύσκολες καταστάσεις και να δει τα ισχυρά της ατού να μετατρέπονται σε τρωτά σημεία.
Αυτό φυσικά δεν θα γίνει από μόνο του και η ελληνική πλευρά θα πρέπει να επιδείξει φαντασία, τόλμη και προσαρμοστικότητα στα γεωγραφικά δεδομένα αλλά και στις σύγχρονες τεχνολογίες και επιχειρησιακές αντιλήψεις. Σε καμία περίπτωση όμως δεν σημαίνει ότι η αναπτυσσόμενη τουρκική πολεμική μηχανή είναι ανίκητη.
Ηττοπάθεια ή υβριδικός πόλεμος
Παρενθετικά, αξίζει να επισημάνουμε ότι κάθε φορά που από τον γράφοντα αλλά και άλλους εκφράζεται κάποια άποψη ότι η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει αποφασιστικά την τουρκική στρατιωτική ισχύ και δεν είναι έρμαιο των διαθέσεων της Άγκυρας ούτε αξιωματικώς χαμένη σε μια πολεμική αντιπαράθεση με αυτήν, τότε αυτομάτως προκύπτουν αντιδράσεις που αποσκοπούν να αποδομήσουν και να χλευάσουν και την άποψη και αυτόν που την εκφράζει. Και αυτό συνήθως όχι με επιχειρήματα (ή εν πάση περιπτώσει με στοιχειωδώς λογικά επιχειρήματα) αλλά κυρίως με κραυγές και υβριστικούς χαρακτηρισμούς του τύπου «ανίδεος», «άσχετος», «μπαρουφολόγος» κλπ.
Οι αντιδράσεις αυτές μάλιστα φθάνουν σε παροξυσμικό επίπεδο όταν οι προτάσεις για την αντιμετώπιση της τουρκικής πολεμικής μηχανής αντιτίθενται στη λογική των μαζικών δωρεών σε πολεμικές βιομηχανίες του εξωτερικού και υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη ελληνικών αντιδότων στους τουρκικούς εξοπλισμούς μπορεί να γίνει πρωτίστως με εγχώριες προσπάθειες και με χαμηλό κόστος.
Σε αυτούς τους ιδιόρρυθμους καιρούς ίσως θα πρέπει να είμαστε πιο πονηρεμένοι έναντι αυτών των αποδομητικών απόψεων και να μην τις θεωρούμε μόνο εξυπνακισμούς, πνεύμα αντιλογίας ή εκδηλώσεις ψυχιατρικών προβλημάτων.
Ο συστηματικός χλευασμός των απόψεων ότι η Ελλάδα μπορεί να αντισταθεί στην Τουρκία και μάλιστα χωρίς να καταστρέψει την οικονομία της, καλλιεργεί την ηττοπάθεια, παγιώνει μια αντίληψη «φυσικής» αδυναμίας της Ελλάδας να αντιταχθεί στον τουρκικό επεκτατισμό και εμφανίζει συνακόλουθα ως «μόνη λογική και δυνατή λύση» την παράδοση χωρίς αντίσταση.
Ίσως λοιπόν αυτές οι αντιδράσεις θα πρέπει να θεωρηθούν ως το πρώτο στάδιο σε έναν υβριδικό πόλεμο που εφαρμόζει η Τουρκία (και πιθανώς όχι μόνο η Τουρκία) εναντίον της χώρας μας αποσκοπώντας στην επιβολή των επεκτατικών της στόχων και στον γεωπολιτικό ακρωτηριασμό της Ελλάδας χωρίς να χρειαστεί καν η καταφυγή στα όπλα.
*Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.