Κρατάτε γερά !


Σε όσους απέμειναν όρθιοι: Καρτερία και Ευψυχία !

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Για το δημογραφικό πρόβλημα, δεν μιλά κανένα ξεφτιλισμένο κόμμα

Στην Ελλάδα το έτος 1935 αναλογούσαν 28,16 γεννήσεις ανά 1000 κατοίκους, ενώ το 2005 αναλογούσαν μόλις 9,69.


Η Ελλάδα έχει δημογραφικό πρόβλημα εδώ και χρόνια – ο πληθυσμός γερνάει και δεν γεννιούνται αρκετά παιδιά ώστε να υπάρχουν αρκετοί εργαζόμενοι για να καλύπτουν τις ανάγκες όλων των κατοίκων της χώρας. Με την κρίση το πρόβλημα επιδεινώνεται. Περισσότεροι εργαζόμενοι από τους αναμενόμενους συνταξιοδοτούνται, ενώ η ανεργία αυξάνεται· περισσότεροι Ελληνες μεταναστεύουν, ενώ μετανάστες που βρίσκονταν εδώ είτε επιστρέφουν στην πατρίδα τους είτε αναζητούν την τύχη τους αλλού. Ενώ τα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξανόταν χάρη στους μετανάστες (και όχι στις γεννήσεις), το 2012 ο πληθυσμός μειώθηκε, επειδή οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις και περισσότεροι έφυγαν από όσους ήρθαν στη χώρα. Η Ελλάδα βρίσκεται παγιδευμένη μεταξύ πολιτικών λιτότητας που απαιτούνται για την επιβίωσή της σήμερα, και της ανάγκης μέτρων που θα στηρίξουν τη γεννητικότητα και θα εξασφαλίσουν το μέλλον της.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση των 28 χωρών παρουσιάζει δημογραφική σταθερότητα. Μελέτη της Eurostat που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη δείχνει ότι την 1η Ιανουαρίου 2013, ο πληθυσμός ήταν 505,7 εκατ., από 504,6 εκατ. ένα χρόνο νωρίτερα. Αυτό οφείλεται σε 200.000 περισσότερες γεννήσεις από τους θανάτους και από την είσοδο 900.000 μεταναστών. Στην Ελλάδα, ο πληθυσμός μειώθηκε στα 11.062.500 άτομα, από 11.123.000 το 2012, με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις κατά 16.300 και η έξοδος ανθρώπων να ξεπερνάει την είσοδο κατά 44.200. Η Ιρλανδία και η Πορτογαλία είδαν και αυτές περισσότερους να φεύγουν από το να έρχονται. Σε προηγούμενα χρόνια, στους μετανάστες οφειλόταν η αύξηση του πληθυσμού στην Ελλάδα.
Εδώ και χρόνια η Ε.Ε. ανησυχεί για την υπογεννητικότητα. Μεταξύ μέτρων που έχουν προταθεί είναι να προσφέρεται στήριξη σε γονείς, κυρίως όσον αφορά σχολεία και παιδικούς σταθμούς, και να αλλάξει το καθεστώς εργασίας ώστε και οι δύο γονείς να μπορούν να ασχολούνται με τα παιδιά και να συμμετέχουν στη διά βίου εκπαίδευση. Αυτές οι σκέψεις, όμως, ισοπεδώνονται από την οικονομική κρίση. Στην Ελλάδα είδαμε τα πράγματα να χειροτερεύουν ραγδαίως – όχι μόνο δεν παρουσιάζονται περισσότερες παροχές ώστε να στηρίζεται η οικογένεια, αλλά το 28% του πληθυσμού είναι άνεργο, οι φόροι αυξάνονται, ενώ μισθοί, επιδόματα και καταθέσεις εξανεμίζονται. Πέρα από τους 1,4 εκατ. ανέργους, έχουμε και 2,7 εκατ. συνταξιούχους. Πόσοι μπορούν να μεγαλώσουν παιδιά όπως θα ήθελαν;
Είμαστε εγκλωβισμένοι. Οσο απομακρύνονται άνθρωποι από την αγορά εργασίας, τόσο μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ θα απαιτείται για κοινωνικές δαπάνες, στερώντας τη χώρα από χρήματα για επενδύσεις και παραγωγικότητα. Οσο μειώνονται τα διαθέσιμα χρήματα των πολιτών, θα μειώνεται ακόμη περισσότερο η κατανάλωση. Το αποτέλεσμα είναι ότι μέσα σε αυτές τις συνθήκες είναι απίθανο να αυξηθούν οι γεννήσεις. Στην Ελλάδα ο δείκτης γονιμότητας (ο μέσος όρος παιδιών για κάθε γυναίκα), ήταν 1,4 το 2010, κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (1,5), και πολύ κάτω από το 2,1 που χρειάζεται για να σταθεροποιηθεί ο πληθυσμός χωρίς μετανάστευση. Είναι εντυπωσιακό ότι ο δείκτης στην Ελλάδα έπεσε κάτω από 2,1 το 1981 και συνέχισε να πέφτει. Πιθανώς η ευημερία που ακολούθησε την ένταξη στην Ε.Ε. συνέβαλε σε αυτό, ενώ τώρα η ανασφάλεια και η οικονομική δυσπραγία υπονομεύουν ακόμη περισσότερα τις γεννήσεις.
Οι προβλέψεις της Ε.Ε. είναι ότι το 2050 το 58,8% του ελληνικού πληθυσμού θα είναι άνω των 65 (πίσω μόνο από την Ισπανία και την Ιταλία). Ηδη λιγότεροι εργάζονται απ’ όσους δεν εργάζονται, και αν σκεφθούμε ότι τα ασφαλιστικά Ταμεία παρουσιάζουν έλλειμμα της τάξεως των 802 εκατ. ευρώ για το 2013 και 2014, τότε το αδιέξοδο είναι φανερό από τώρα. Οσο χάνονται θέσεις εργασίας και μειώνονται εισοδήματα για να περιοριστούν οι δαπάνες, τόσο μειώνονται οι εισφορές στο κράτος και στα Ταμεία, ενώ αυξάνονται οι ανάγκες για κοινωνικές παροχές.
Στην Ελλάδα της κρίσης, όπου προτεραιότητα είναι η λιτότητα, το πρόβλημα της υπογεννητικότητας παραπέμπεται στο μέλλον. Η πραγματικότητα, όμως, είναι αμείλικτη: σε μερικά χρόνια δεν θα υπάρχουν αρκετοί Ελληνες για να επιβιώσουμε σαν εθνικό κράτος. Ή θα πάρουμε γενναία μέτρα στήριξης της γεννητικότητας, σε επίπεδο εθνικό και ευρωπαϊκό, ή θα πρέπει να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι θα επιζήσουμε μόνο ως μέρος μιας μεγαλύτερης πολιτικής οντότητας. Και για αυτό τον λόγο είναι απαραίτητο να αναζητούμε λύσεις μέσω της Ευρώπης.

Διαβάστε κι εδώ:


Τί είναι το ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα; Κάθε γενιά για να αναπαραχθεί χρειάζεται κατ’ ελάχιστον 2.1 (δείκτης γεννητικότητας / total fertility rate) παιδιά κατά μέσο όρο ανά γυναίκα: η ελληνική οικογένεια γεννά 1-1.3, αριθμός εφιαλτικά χαμηλός. Σύμφωνα με αυτόν τον αριθμό, το 2100 οι απόγονοι των σημερινών Ελλήνων (…αν δεν έχουν μεταναστεύσει όλοι) θα είναι περίπου 2,3 εκατομμύρια. Αναλογιστείτε λίγο τον αριθμό: 2,3 εκατομμύρια. Γιατί όμως είναι «πρόβλημα» η δημογραφική σμίκρυνση; Λίγα από τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματά της, όταν πλέον η «δημογραφική πυραμίδα» θα έχει γίνει… ρόμβος και ανάποδη πυραμίδα, είναι τα παρακάτω:

-Γιγαντιαία οικονομικά προβλήματα, αδυναμία διατήρησης κοινωνικού κράτους: ένας ασύμμετρα περιορισμένος πληθυσμός νέων εργαζομένων θα καλείται να σιτίζει με την εργασία του έναν ασύμμετρα εκτεταμένο αριθμό συνταξιούχων πολιτών.

-Αδυναμία της (γεροντικής πλέον) ελληνικής κοινωνίας να «προχωρήσει», να «αυτομεταρρυθμιστεί». Ένα από τα πρακτικά απότοκα αυτής της εξέλιξης είναι η μαζική μετανάστευση των πιο δυναμικών στοιχείων της νεολαίας στο εξωτερικό και η παραμονή τους εκεί (brain drain όχι μόνο για οικονομικούς λόγους λοιπόν).

-Η ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία θα αποδεικνύεται όλο και δυσκολώτερη. Πέρα από τον καθαρά αριθμητικό παράγοντα, μια ηττημένη κοινωνία που έχει πάρει την «κάτω βόλτα» δεν προσφέρει κίνητρα αλλά αντικίνητρα για την υιοθέτηση της εθνικής της ταυτότητας και την πλήρη ενσωμάτωση και αφομοίωση των μεταναστών.

-Δυσχεραίνει την προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, αφού συνδυαζόμενη η δημογραφική συρρίκνωση με τον εγκεντρισμό στα μεγάλα αστικά κέντρα, και κατ’ ἐξοχήν σε αυτό των Αθηνών, τα σύνορα μένουν «αφύλαχτα» από εντόπιους πληθυσμούς, με ακόμα και τον παραμικρό «εποικισμό» να δύναται να ανατρέψει τις πληθυσμιακές ισορροπίες στην εκάστοτε ακριτική περιοχή (μην πάει το μυαλό σας μόνο στην Θράκη, σκεφτείτε και τα νησιά. 2010: ο νομάρχης Χίου ζητά να δοθεί άδεια σε Τούρκους να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι στα ελληνικά νησιά προκειμένου να εξισορροπηθεί το πρόβλημα γήρανσης του πληθυσμού και εγκατάλειψής τους από τη νεολαία-Τα συμπεράσματα δικά σας). 2,3 εκατομμύρια Έλληνες δεν δύνανται να προασπίσουν την εδαφική ακεραιότητα της σημερινής έκτασης της Ελλάδας, τελεία και παύλα.

-Ενθαρρύνει την δημιουργία αποσχιστικών τάσεων, αφού σε περιοχές με ιδιαίτερη οικονομική (παραγωγική ή τουριστική) δραστηριότητα και σε εποχή δημογραφικής κατακρήμνισης το ερώτημα «γιατί να ταΐζουμε εμείς εδώ την κοινωνία των Αθηνών» μετατρέπει τον τοπικισμό σε αποσχιστική τάση. Ψήγματα τέτοιων τάσεων, οσοδήποτε μικρά μα ενδεικτικά του τί μπορεί να συμβεί αν γιγαντωθούν, έχουν παρουσιασθεί στην Κρήτη, στην Κέρκυρα κλπ.

-Καλά, για το τί πολιτικό προσωπικό θα αναδεικνύει και θα ψηφίζει μια συνολικά γερασμένη κοινωνία δεν το συζητάμε καν. Αυτό είναι ήδη σήμερα μέρος του προβλήματός μας, και ήδη σχετίζεται και με την δημογραφική γήρανση.

(«Δε συμβαίνουν τέτοια πράγματα, όλα θα πάνε καλά». Μετά την κρίση και την αντιστροφή τόσων χαρακτηριστικών της καθημερινής ζωής του Έλληνα σε ελάχιστα χρόνια, η μόνη έγκυρη και ικανοποιητική απάντηση σε αυτήν την ένσταση μπορεί να είναι: «ναι, εντάξει, οκ, ξέρουμε». Και προ ετών τα ίδια λέγατε.)

Είναι η συζήτηση για το δημογραφικό πρόβλημα «συντηρητική ατζέντα», όπως συνήθως θεωρείται; Παραπάνω εκτίθενται οι συγκεκριμένοι κίνδυνοι, ο τρόπος με τον οποίο το δημογραφικό πρόβλημα υπονομεύει την ίδια την ύπαρξη του λαού μας και της κρατικής μας υπόστασης. Αν αυτό είναι «ζήτημα συντηρητικής ατζέντας», πάω πάσο.


Σημειωτέον ότι η άμετρη εισροή μεταναστών δεν αποτελεί εργαλείο αριθμητικής λύσης του δημογραφικού προβλήματος: εκτός του ερωτήματος για την ένταξη και αφομοίωσή τους (ειδικά άμα είναι… περισσότεροι από τους οσονούπω ιθαγενείς), οι μετανάστες γερνάνε και αυτοί με την σειρά τους, επαναλαμβάνοντας το πρόβλημα των ελαχίστων εργαζομένων-απειράριθμων συνταξιούχων με ελάχιστες δεκαετίες παράταση.

Ποιές είναι οι αιτίες του προβλήματος; Θέλουμε σάμπως  να αναγκάσουμε τις γυναίκες να κάνουν παιδιά; Πριν κάποιος αναφωνήσει «κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει τις γυναίκες να κάνουν παιδιά», ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις έρευνες (Greek Fertility Surveys, National Centre for Social Research κ.ά.) οι Ελληνίδες θέλουν να κάνουν παιδιά αλλά δεν μπορούν λόγω των συνθηκών και του κόστους γέννησης και ανατροφής παιδιών στην Ελλάδα! Η συντριπτική πλειονότητα των Ελληνίδων θά’θελε να έχει και δύο και τρία (και τέσσερα) παιδιά (στον Πειραιά και αλλαχού), αλλά γεννά εν τέλει μόνον ένα, υποδιπλασιάζοντας σχεδόν τον πληθυσμό κάθε γενιάς. Οι συνθήκες ζωής την υποχρεώνουν να μην πραγματοποιήσει την επιθυμία της, ακόμα και προ κρίσης. Σε άλλα έθνη (π.χ. Γερμανία, με επίσης μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα) οι γυναίκες επιθυμούν να γεννήσουν παιδιά λιγώτερα από τον αναγκαίο αριθμό για την συντήρηση του πληθυσμού μιας γενιάς (2.1) και όντως γεννούν τόσα. Στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Ελλάδα, η δημογραφική κρίση δεν είναι απότοκο κάποιου πλεονάσματος της ισότητας των φύλων, αλλά του ελλείμματός της! Το κόστος κύησης και ανατροφής, η δυσκολία της ανατροφής των παιδιών απουσία δημοσίου χώρου και σχετικής κρατικής μέριμνας, το ενίοτε προβληματικό καθεστώς των αδειών μητρότητας και ανατροφής στον ιδιωτικό τομέα και ένα πλήθος άλλων παραγόντων οδηγεί την νέα ελληνική οικογένεια στην επιλογή της μη τεκνοποιΐας, επιλογή συνήθως ριζικά αντίθετη με τις επιθυμίες της.

Μπορεί να υπάρξει λύση; Μέχρι πότε; Σύμφωνα με τον δημογραφικό δείκτη της Ελλάδος, κάθε γενιά αποτελεί περίπου υποδιπλασιασμό της προηγουμένης. Μετά το 2040 περίπου η εξέλιξη είναι μη αναστρέψιμη: κάθε δεκαετία θα χάνεται και ένα εκατομμύριο ελληνικού πληθυσμού χωρίς να «βγαίνουν οι αριθμοί» για το ενδεχόμενο αντιστροφής της κατακλυσμιαίας πλέον εξέλιξης. Ως εκ τούτου, ο χρόνος για μια συνολική πολιτική αναστροφής του δημογραφικού προβλήματος ως απόλυτη εθνική προτεραιότητα και στρατηγική (οικονομικά κίνητρα για τεκνοποιΐα, μείωση του κόστους του τοκετού και της κυήσεως, καλύτερες βρεφονηπιακές δομές, επαναδημιουργία δημοσίου χώρου στις πόλεις και πολλά άλλα) είναι πάρα, μα πάρα πολύ περιορισμένος.

«Μα όλα αυτά κοστίζουν, τώρα δεν έχουμε χρήματα». Αν το πολιτικό προσωπικό της χώρας είναι ανίκανο όχι να αντιμετωπίσει, αλλά απλώς και μόνον να θέσει επί τάπητος τις εθνικές προτεραιότητες που θα κρίνουν την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του έθνους-κράτους μας και του λαού μας, αν οι εντυπώσεις και η «επικοινωνία» έχουν αντικαταστήσει τόσο πολύ την ουσία και έχουν διαβρώσει τόσο πολύ τις συνειδήσεις του πολιτικού κόσμου ώστε τα προβλήματα μακροπρόθεσμης συλλογικής επιβίωσης να τους αφήνουν αδιάφορους ως μη ψηφοσυλλέγοντα, τότε… με τις υγείες μας.