πολυπαίπαλος
(πολύς + παιπάλη) ο πολύ πανούργος, πολύ δόλιοςπαιπάλη το λεπτότατον άλευρον, η άχνη || παντός είδους λεπτή κόνις || μτφρ. λεπτολογία, πανουργία.
Ενώ...
δυσπαίπαλος = χαλικώδης, τραχύς, άγριος, ακανθώδης, πλήρης δυσχερειών.
Δεν είναι εκπληκτική η γλώσσα μας;
ἔνθα δὲ Φοίνικες ναυσίκλυτοι ἤλυθον ἄνδρες,
τρῶκται, μυρί᾿ ἄγοντες ἀθύρματα νηὶ̈ μελαίνῃ.
ἔσκε δὲ πατρὸς ἐμοῖο γυνὴ Φοίνισσ᾿ ἐνὶ οἴκῳ,
καλή τε μεγάλη τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυῖα:
τὴν δ᾿ ἄρα Φοίνικες πολυπαίπαλοι ἠπερόπευον.
[Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ο, στ. 415 - 419]
Τότε ήρθαν Φοίνικες εκεί θολασσοξακουσμένοι
κλέφτες, παιγνίδια φέρνοντας χιλιάδες στο καράβι.
Στο σπίτι του πατέρα μου μια Φοινικιώτισσα ήταν
όμορφη, μεγαλόσωμη και στις δουλειές τεχνίτρα.
Κι εκείνη την ξελόγιασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι.