Η ΠΙΘΑΝΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ,
Η ΡΩΣΙΑ ΩΣ ΝΕΑ... ΒΡΕΤΑΝΙΑ
ΚΑΙ Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΗΠΑ
ΤΟΥ ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΡΙΒΑ*
Όπως ο γράφων έχει υποστηρίξει σε προηγούμενα άρθρα του στα «Επίκαιρα», η τήξη των πάγων της Αρκτικής και η συνεπακόλουθη ενοποίηση των θαλάσσιων δρόμων στην περιφέρεια της Ευρασίας ενδέχεται να αποτελέσουν την έναρξη ενός ευρύτερου μετασχηματισμού του διεθνούς συστήματος και του διαχωρισμού του σε δύο ημιανεξάρτητα παγκόσμια υποσυστήματα.
Το ένα εξ αυτών θα αποτελείται από την αμερικανική ήπειρο, με κυρίαρχη δύναμη τις ΗΠΑ, μαζί με το κύριο αμερικανικό «προγεφύρωμα» στην Ευρασία και μια σειρά από νησιωτικά συμπλέγματα, όπως είναι η Ωκεανία, η Ιαπωνία και η Μεγάλη Βρετανία. Ενοποιητικό στοιχείο αυτού του συστήματος είναι οι ανοικτές ωκεάνιες εκτάσεις, στις οποίες κυριαρχεί η μεγάλη ναυτική δύναμη του πλανήτη, δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το δεύτερο υποσύστημα θα είναι μια ευρασιατική συσπείρωση με πυρήνα την Κίνα και τη Ρωσία. Για την ακρίβεια, μια «νέα» Ρωσία που, αποκομμένη πλέον από την υπόλοιπη Ευρώπη, θα έχει οδηγηθεί σε μια ευρασιατική γεωπολιτική ταυτότητα.
Το ενοποιητικό πλαίσιο του σχήματος
Το ευρασιατικό αυτό σχήμα θα ενσωματώνει σε ένα ενιαίο ενοποιητικό πλαίσιο τόσο τα συνεργατικά όσο και τα ανταγωνιστικά στοιχεία στις σχέσεις μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν σε αυτό, διαμορφώνοντας έτσι το πρόπλασμα ενός καινοφανούς γεωπολιτικού μεγέθους που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Multi Power, δηλαδή μιας διακριτικής γεωπολιτικής οντότητας που θα είναι περισσότερο από μια στενή συμμαχία μεταξύ ανεξάρτητων χωρών. Ενοποιητικό στοιχείο αυτού του συστήματος θα είναι οι χερσαίες εκτάσεις στο «βαθύ εσωτερικό» της Ευρασίας, οι οποίες μετασχηματίζονται από την τεράστια γεωοικονομική υποδομή της OBOR (One Belt One Road), τον «Νέο Δρόμο του Μεταξιού», και μετατρέπονται από φράγμα σε εσωτερικό αίθριο επικοινωνίας μεταξύ των ευρασιατικών χωρών.
Ένα δεύτερο ενοποιητικό στοιχείο μιας αυτονομημένης Ευρασίας θα είναι ένας διάδρομος «ταχείας κυκλοφορίας» αποτελούμενος από εγγύς ύδατα στην περιφέρεια της Ευρασίας, που τώρα ενοποιούνται λόγω της διαφαινόμενης τήξης των αρκτικών πάγων. Κυρίαρχη δύναμη σε αυτή την πιθανή Multi Power θα αναδειχτεί μάλλον η Κίνα, με τη Ρωσία να αποτελεί το ρυθμιστικό της κομμάτι, λειτουργώντας ως ένα είδος «Μεγάλης Βρετανίας του 21ου αιώνα», στο πλαίσιο ενός νεοβεστφαλιανού ευρασιατικού συστήματος. Υπό μια έννοια, λοιπόν, αναφερόμαστε σε μια πιθανή καινοφανή φάση του διαχρονικού ανταγωνισμού θαλάσσιων και χερσαίων δυνάμεων, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει το διεθνές σύστημα σε μια νέα διπολική αντιπαράθεση, με τη διαμορφούμενη σήμερα πολυπολική του ταυτότητα να αποτελεί ένα ενδιάμεσο στάδιο. Άλλα στοιχεία που ενδέχεται να συνεισφέρουν σε αυτόν τον νέο διπολικό κόσμο, είναι οι αλλαγές στην πολιτισμική, οικονομική, ενεργειακή και πολιτική ταυτότητα του διεθνούς συστήματος.
Ο ρόλος του ανταγωνισμού των κρατών
Αν και με μια πρώτη ματιά φαντάζει παράλογο, η τοποθέτηση των ευρασιατικών κρατών σε ένα ενιαίο αλληλεπιδραστικό πλαίσιο μπορεί να ωθήσει τα ανταγωνιστικά στοιχεία στις μεταξύ τους σχέσεις προς μια κεντρομόλο κατεύθυνση. Για παράδειγμα, αν το σύστημα Ρωσίας - Κίνας ήταν συμπαγές και πλήρως συνεργατικό, τότε η Ινδία εξαιτίας της έντονα ανταγωνιστικής σχέσης της με την Κίνα θα μπορούσε να οδηγηθεί σε μια ολοκληρωτική ταύτιση με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους στην ευρασιατική περιφέρεια. Όμως δεδομένης της μεικτής συνεργατικής - ανταγωνιστικής φύσης του συστήματος Ρωσίας - Κίνας, η Ινδία έχει συμφέρον να ενισχύσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, έτσι ώστε να ενισχύσει τη θέση της έναντι της Κίνας και του Πακιστάν, διαμορφώνοντας έναν άξονα Μόσχας - Νέου Δελχί, που είναι φύσει ανταγωνιστικός έναντι ενός άξονα Μόσχας - Πεκίνου και Πεκίνου - Ισλαμαμπάντ.
Από πλευράς της, η Ρωσία ενδιαφέρεται να ενισχύσει τις σχέσεις της με την Ινδία έτσι ώστε να διαμορφώσει ένα σχήμα που θα περιορίζει τις δυνατότητες του Πεκίνου να αποτελέσει την κυρίαρχη δύναμη στον άξονα Πεκίνου - Μόσχας, προσδίδοντας στη Ρωσία έναν δευτερεύοντα ρόλο. Τέλος, και το Πεκίνο έχει κάθε συμφέρον να εξομαλύνει τις σχέσεις του με το Νέο Δελχί έτσι ώστε να περιορίσει τη δυναμική του συστήματος Ρωσίας - Ινδίας και να αποφύγει να εμπλακεί σε έναν διμέτωπο ανταγωνισμό με τις άλλες δύο μεγάλες ευρασιατικές δυνάμεις. Άρα, οι ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων ευρασιατικών χωρών δείχνουν να λειτουργούν προσώρας μέσα στο εσωτερικό ενός ευρύτερου ενοποιητικού πλαισίου, το οποίο εν συνόλω είναι ανταγωνιστικό της αμερικανικής ηγεμονίας.
Το διαφορετικό της αμερικανικής περίπτωσης
Για να έπαυαν να ισχύουν τα προηγούμενα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να αποδεχτούν την πολυπολική φύση του νέου διεθνούς συστήματος και να λειτουργήσουν ως «πρώτοι μεταξύ ίσων», επιδιώκοντας να κεφαλαιοποιήσουν τους ανταγωνισμούς μεταξύ των ευρασιατικών δυνάμεων και να εξελιχθούν στη ρυθμιστική δύναμη ενός νεοβεστφαλιανού συστήματος, όπως ήταν η Μεγάλη Βρετανία από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648 μέχρι το 1914. Όμως κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι μια ιδιαίτερη πιθανή εξέλιξη στο ορατό μέλλον. Ορισμένοι από τους λόγους γι' αυτό είναι οι ακόλουθοι:
- Για να μπορέσουν οι ΗΠΑ να επενδύσουν σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου θα μπορούσαν να ακολουθούν μια πολιτική «διαίρει και βασίλευε», ώστε να διαρρήξουν τη σχέση Μόσχας - Πεκίνου, το πρώτο και βασικό βήμα τους θα έπρεπε να είναι η δραστική ενίσχυση των σχέσεων τους είτε με την Κίνα είτε με τη Ρωσία. Κάτι, ωστόσο, που δείχνουν απρόθυμες να πράξουν. Αντιθέτως, ο ανταγωνισμός, αν όχι η εχθρότητά τους, και με τις δύο αυτές χώρες δείχνει να εντείνεται αντί να μειώνεται, όπως κατέδειξε και το κείμενο της νέας πολιτικής εθνικής ασφαλείας που έδωσε στη δημοσιότητα η προεδρία Τραμπ τον Δεκέμβριο του 2017. Άρα, ενισχύεται η δυναμική που ωθεί τις δύο αυτές χώρες προς μια μακρόπνοη στρατηγική συνεργατική σχέση, αν και με πολλά ανταγωνιστικά στοιχεία στο εσωτερικό της.
- Η τεράστια γεωοικονομική υποδομή της OBOR, ιδιαίτερα το κομμάτι της Κεντρικής Ασίας, ενισχύει και εμβαθύνει περαιτέρω, με πρωτοφανή στην Ιστορία τρόπο, τις σχέσεις Ρωσίας - Κίνας και περιθωριοποιεί ακόμη περισσότερο τα ανταγωνιστικά στοιχεία της μεταξύ τους σχέσης, ενώ διαμορφώνει ένα σχήμα που λειτουργεί εις βάρος των δυνατοτήτων της μεγάλης ναυτικής δύναμης του πλανήτη, δηλαδή των Ηνωμένων Πολιτειών, να ασκεί ρυθμιστική πολιτική δια της άσκησης (ή της πιθανότητας άσκησης) προβολής ισχύος στην ευρασιατική περιφέρεια.
- Αν πάμε ένα βήμα πιο πέρα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το λιώσιμο των πάγων της Αρκτικής, η ενοποίηση δια του βόρειου θαλάσσιου διαδρόμου του δυτικού με το ανατολικό κομμάτι της Ευρασίας και ο μετασχηματισμός διαμέσου της OBOR του «βαθέως εσωτερικού» της Ευρασίας από ένα γεωγραφικό φράγμα σε ένα εσωτερικό αίθριο επικοινωνίας των χωρών στην περιφέρειά της μεταμορφώνουν το σύστημα της Ευρασίας με τα εγγύς ύδατα στην περιφέρειά της σε ένα είδος ξεχωριστού «πλανήτη μέσα στον πλανήτη», αυτονομώντας το από το σύστημα των δύο μεγάλων ωκεανών με την αμερικανική ήπειρο στο κέντρο του. Άρα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δύσκολα μπορούν να αντιμετωπιστούν ως οργανικό, έστω και περιφερειακό, στοιχείο του ευρασιατικού κόσμου, με τον τρόπο που η Μεγάλη Βρετανία αποτελούσε οργανικό στοιχείο της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του βεστφαλιανού συστήματος. Επιπροσθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ πιο ανεξάρτητες από τον υπόλοιπο κόσμο απ' ό,τι ήταν τότε η Μεγάλη Βρετανία όσον αφορά στις ροές τροφίμων, ενέργειας και κρίσιμων φυσικών πόρων. Άρα, δεν έχουν τα κίνητρα που ωθούσαν τότε τη Μεγάλη Βρετανία να ασκεί αποφασιστικές ρυθμιστικές δράσεις στην Ευρώπη. Τέλος, η δραστική μείωση της ισχύος της Ρωσίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου περιόρισε αποφασιστικά τις τάσεις για αντιρωσικές συσπειρώσεις στην ευρασιατική περιφέρεια, τις οποίες θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν οι ΗΠΑ, με εξαίρεση την περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης. Ένας κίνδυνος που θα απειλούσε τη δυναμική ενότητα του αυτονομημένου ευρασιατικού συστήματος θα μπορούσε να είναι η «υπερβάλλουσα» άνοδος της ισχύος της Κίνας, που θα ωθούσε κρίσιμες ευρασιατικές χώρες να συσπειρωθούν εναντίον της και να ζητήσουν την κάλυψη των Ηνωμένων Πολιτειών. Όμως κάτι τέτοιο προσώρας δεν δείχνει πιθανόν. Άλλωστε, η άνοδος της ισχύος της Κίνας κινείται εν παραλλήλω με την ενίσχυση των εξαρτήσεών της από το εξωτερικό, κάτι που δεν ίσχυε στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, γεγονός που την ωθεί σε μια συνεργατική σχέση με τις άλλες μεγάλες ευρασιατικές χώρες. Ακόμη και τα ανταγωνιστικά της στοιχεία με χώρες της Νότιας Σινικής Θάλασσας δύσκολα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πλήρη ταύτισή τους με τις ΗΠΑ, αφενός μεν γιατί οι χώρες αυτές θα είναι ολοένα και πιο εξαρτημένες από την κινεζική οικονομία για την ανάπτυξή τους, αφετέρου δε χάρη στην επιρροή της Ρωσίας. Όσο υφίσταται ένας, έστω και χαλαρός, άξονας μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, πολύ δύσκολα χώρες όπως το Βιετνάμ ή ακόμη και η Ινδονησία θα επέλεγαν μια πολιτική ολοκληρωτικής εχθρότητας με την Κίνα, γιατί τότε θα βρίσκονταν αντιμέτωπες και με τη Μόσχα.
- Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο ρυθμιστικός παράγοντας στο διαμορφούμενο, αυτονομημένο ευρασιατικό σύστημα είναι η Ρωσία. Κατά φαινομενικά δε παράδοξο τρόπο, η δραστική μείωση της ισχύος της Ρωσίας σε σχέση με τα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης ενδέχεται να περιορίσει την επιρροή των ΗΠΑ στην Ευρασία. Και αυτό γιατί οι μεσαίες δυνάμεις που βρίσκονται στην ασιατική περιφέρεια δεν αισθάνονται απειλή από τη Ρωσία, άρα δεν έχουν λόγο να είναι και αποκλειστικοί σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών στο πλαίσιο μιας αντιρωσικής συσπείρωσης. Αντιθέτως, έχοντας να αντιμετωπίσουν μια ολοένα και πιο πολύπλοκη κατάσταση στις μεταξύ τους σχέσεις, ενδέχεται να επιδιώξουν την ενίσχυση των δεσμών τους με τη Μόσχα έτσι ώστε να την αποτρέψουν να συνάψει αποκλειστική στρατηγική σχέση με κάποιον από τους ανταγωνιστές τους, κάτι που φαίνεται και από μια σειρά αγορών ρωσικού πολεμικού υλικού, ακόμη και από χώρες όπως είναι η Σαουδική Αραβία, η οποία προφανώς θέλει να αποφύγει μια «μονογαμική» σχέση μεταξύ Ρωσίας και Ιράν στη Μέση Ανατολή. Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να πούμε ότι στο διαμορφούμενο ευρασιατικό σύστημα η Ρωσία θέτει σοβαρή υποψηφιότητα στο να εξελιχθεί στη «Μεγάλη Βρετανία του 21ου αιώνα». Εκμεταλλευόμενη την κεντρική θέση της στην Ευρασία και τις ανταγωνιστικές σχέσεις των χωρών που βρίσκονται στην περιφέρειά της, μπορεί να «απειλεί» την καθεμιά εξ αυτών ότι θα ενισχύσει τις σχέσεις της με τους ανταγωνιστές της. Έτσι, θα τις αναγκάσει να επενδύουν προνομιακά στις σχέσεις τους με τη Μόσχα για να αποφύγουν αυτό το ενδεχόμενο. Για παράδειγμα, τυχόν απόπειρα της Ινδίας να προχωρήσει σε αντικατάσταση της Ρωσίας από τις ΗΠΑ στον ρόλο του πρωταρχικού συμμάχου μπορεί να αντιμετωπιστεί με άνοιγμα της Ρωσίας προς το Πακιστάν, π.χ. με την αποδέσμευση προηγμένου πολεμικού υλικού. Ταυτοχρόνως, η Μόσχα μπορεί να αξιοποιήσει τις σχέσεις της με την Ινδία, που είναι ανταγωνίστρια με την Κίνα, για να διατηρήσει το πάνω χέρι στο σύστημα Μόσχας - Πεκίνου. Δηλαδή, αν η Κίνα επιχειρήσει να κυριαρχήσει στο ευρασιατικό σύστημα, η Μόσχα έχει την πολυτέλεια να δημιουργήσει έναν συνασπισμό με την Ινδία και άλλα κράτη για να την αντιμετωπίσει. Παρόμοιες δυνατότητες δεν έχει κανένα άλλο ευρασιατικό κράτος. Η Ρωσία, λοιπόν, εμφανίζεται ως το κατεξοχήν ρυθμιστικό κράτος του διαμορφούμενου αυτονομημένου ευρασιατικού συστήματος.
Θα λειτουργήσει ως αντίπαλον δέος
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι ανταγωνιστικοί παράγοντες στις σχέσεις των ισχυρών κρατών της Ευρασίας ενδέχεται να προωθήσουν, αντί να υπονομεύσουν, την ανάπτυξη ενός χαλαρά ενοποιημένου ευρασιατικού συστήματος, που θα λειτουργεί ως αντίπαλος πόλος ισχύος έναντι των ΗΠΑ και των συμμάχων τους ανά τον κόσμο. Αυτή η νέα φάση του διαχρονικού ανταγωνισμού ναυτικών και χερσαίων δυνάμεων στην ανθρώπινη ιστορία και η πιθανή έλευση ενός νέου διπολικού διεθνούς συστήματος έχουν και τεράστιες δυνητικές επιδράσεις στη διαμόρφωση του ελληνοτουρκικού συστήματος. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πηγή: Περιοδικό «Επίκαιρα», αρ. τ. 393, σελ. 66-69.