Κάτω στην άκρην των ακρών, στον άρκον καλαμιώναν,
Κάουρος εδρακόντεψεν τζιαί τρώει τους αντρειωμένους,
Τους αντρειωμένους τους καλούς, τους καστροπολεμίτες.
Χαπάρκα τζαι μηνύματα, του βασιλιά τζαι πάσειν,
Έλα να δεις α βασιλιά, ίντα δισπύρκον πράμαν,
Κάτω στην άκρην των ακρών, στον άρκον καλαμιώναν.
Κάουρος εδρακόντεψεν τζαι τρώει τους αντριωμένους,
Νύχταν πατά τες χώρες τους, πατά τζαι τα παιδκιά τους,
Πατά τζαι τες γενέτζιες τους, στέκει τζι' αναγελά τους.
Χαπάρκα τζαι μηνύματα, του Διγενή τζαι πάσειν,
Έλα να παμεν Διγενή, τζαι ο βασιλιάς σε θέλει,
Σαν τ' άκουσεν ο Διγενής λαλεί τους μισταρκούς του.
Τζαι φέρτε μου τον μαύρον μου, τον πετροκαταλίτην,
Που κοκκαλιεί τα σίδερα, τζαι πίνει τον αφρίτην,
Φέρτε μου το ττοππούζιν μου, τζίνο το σιλιολίτριν.
Φέρτε μου το σπαθάτζιν μου, τζίνον το γρουσαφένον,
Πον' ο Χριστός τζ΄ Άης Λάζαρος, πάνω ζωγραφισμένος,
Ταβρά τον τζαι τον μαύρον του, σαν ήτουν μαθημένος.
Πιάννει το τζίνον το στρατίν, τζίνον το μονοπάτιν,
Το μονοπάτιν φκάλλει τον, στου βασιλιά την πόρταν,
Ώρα καλή σου βασιλιά, καλώς το παλλικάρην.
Ίντα με θέλεις βασιλιά, τζαι μήνυσες μου τζ' ήρτα,
Τζαι πολοάται ο βασιλιάς, του Διγενή τζαι λέει,
Έπαρ' μου λλίην υπομονήν, λλίην καρτεροσύνην.
Κάτω στην άκρην των ακρών, στον άρκον καλαμιώναν,
Κάουρος εδρακόντεψεν τζαι τρώει τους αντριωμένους,
Τζι' αν ρέξουν δκυό σκοτώνει τους, τζι' αν ρέξουν τρεις ρουφά τους.
Πιάννει το τζίνον το στρατίν, τζίνον το μονοπάτιν,
Το μονοπάτιν φκάλλει τον, Καούρου το στιάδιν,
Καλώς ήρτεν ο Διγενής, να φάει να πιεί μητά μου.
Τζαι πολοάται ο Διγενής, του Κάουρα τζαι λέει,
Εν ήρτεν δα ο Διγενής να φάει να πιεί κοντά σου,
Μον' ήρτεν δα ο Διγενής, έσχιει καφκάν μητά σου.
Γυρίζει το ττοππούζιν του, τζίνον το σχιλιολύτριν,
Τζαι μιαν του Κάουρα έδοκεν, που πάνω στην καυκάλλαν,
Δεν ήτουν πύρκος να ραεί, για όρος να χαλάσει.
Αννοίει τες αγκάλες του, τζαι τον Θεόν δοξάζει,
Δοξάζω σε γλυτζιέ Θεέ, τζι' εσέν τζαι τ' όνομαν σου,
Καμιά δουλειά δεν γίνεται, δίχα το θέλημάν σου.
Τζαι πολοάται ο Κάουρας, μισοξεψυσχισμένα,
Ά Διγενή χαρίζω την, καυκάλλαν μου σ' εσέναν,
Θεός σου επαράτζιλεν, τζι' εσκότωσες μ' εμεναν.