Απάτη
- παραπλανητική πράξη με σκοπό την δυσανάλογη ωφέλεια
- (νομικός όρος) ποινικό αδίκημα κατά το οποίο κάποιος αποσπά ξένη περιουσία για να ωφεληθεί ο ίδιος ή τρίτοι
- (μεταφορικά) ψέμα, πλάνη
- (συνεκδοχικά) αυτός που κάνει απάτες, ο απατεώνας
- μεγάλη απάτη αυτός που μας έφερες τις προάλλες